του κ. Κυριάκου Κατσιμάνη, Docteur d’ Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης,Επίκ. Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, (σε πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση στοhttp://www.istorikathemata.com/)
Το διαζευκτικά διατυπωμένο ερώτημα στον υπότιτλο του άρθρου αυτού επανέρχεται σε ένα ζήτημα που υποτίθεται ότι είχε ουσιαστικά κλείσει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δεν είναι. όμως, έτσι, αν κρίνει κανείς από το ότι υπάρχουν ακόμη και σήμερα (ή, καλύτερα, ιδιαίτερα σήμερα) ορισμένοι που επίμονα και συστηματικά το επαναφέρουν και το διατηρούν στο προσκήνιο ανατρέχοντας στη μεσαιωνική, πρωτίστως, ιστορία μας για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του ευρύτερου διαλόγου, ο οποίος, παρά την όποια έντασή του, αποδεικνύεται κατά τη γνώμη μου γόνιμος, είχα οδηγηθεί στη σύνταξη του άρθρου μου «Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ‘ρωμαϊκότητα’ των Βυζαντινών» [1]. Με το άρθρο εκείνο είχα επιχειρήσει να αποδείξω τη σαθρότητα των επιχειρημάτων, σύμφωνα με τα οποία η ιστορική ενότητα του ελληνισμού είχε διακοπεί κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, και να τεκμηριώσω τον ενιαίο και αδιάσπαστο χαρακτήρα του ελληνικού ιστορικού τρίπτυχου: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νεώτεροι χρόνοι. Με αυτό εδώ το άρθρο, που αποτελεί προέκταση και συμπλήρωση του προηγούμενου, εξετάζω την αντιπαράθεση των εννοιών Ελλάδα/Έλληνας προς τις έννοιες Ρωμιοσύνη/Ρωμιός από μια σύγχρονη οπτική γωνία.
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ «AVANT LA LETTRE»
Εμείς οι Έλληνες ανακαλύπτουμε πάντοτε κάποιο λόγο ικανό να προκαλέσει στο εσωτερικό μας διχασμούς και αντιπαλότητες. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να αυτοεπιβεβαιωθούν ως Νεοέλληνες και να απαλλαχθούν από την επικυριαρχία του αρχαίου κλέους, την οποία αισθάνονταν ιδιαίτερα καταθλιπτική στο χώρο της πνευματικής ζωής και δημιουργίας, οι δημοτικιστές βρήκαν στις αρχές του 20. αιώνα την ιδανική λύση μέσω του Εφταλιώτη. Και η λύση αυτή δεν ήταν άλλη από ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1901 με τον εύγλωττο τίτλο Ιστορία της Ρωμιοσύνης. Έτσι απλά. Με βάση την αρχή «πονεί κεφάλι κόψει κεφάλι», που λέει και ο λαός, ο μακαρίτης ο Εφταλιώτης βαφτίζει τον ελληνισμό στη ρωμαϊκή κολυμπήθρα βροντοφωνάζοντας περιχαρής: «Και το όνομα αυτού ‘Ρωμιοσύνη’!», ενώ ταυτόχρονα εξαποστέλλει την Αρχαία Ελλάδα με συνοπτικές διαδικασίες στα αζήτητα. Κατά τον Εφταλιώτη, η Ιστορία της «Ρωμιοσύνης» ή, για την ακρίβεια, η «Προϊστορία» της ξεκινάει το 87 π. Χ. με την άλωση των Αθηνών από το Σύλλα, αλλά η κυρίως ειπείν Ιστορία της αρχίζει με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στην παλιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο[2].
Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσο αντέχει στη σοβαρή κριτική η απόφασή του να «λυτρώσει» στα καλά καθούμενα την εθνική μας ιστορία από την «αρχαιοελληνική βαρβαρότητα» βοηθώντας την μάλιστα να αποβάλει την ονειδιστική ονομασία «Ελληνισμός». Προφανώς, η αρχαιολατρία που επικρατούσε αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους οδήγησε από αντίδραση την πρωτοπορία του δημοτικισμού και συγκεκριμένα τον Εφταλιώτη, που εμπνευστή και καθοδηγητή του είχε τον Ψυχάρη, στο άλλο άκρο, κάτι που αποτελεί άλλωστε πάγια νεοελληνική πρακτική… Και αυτό το άλλο άκρο ήταν η μετονομασία του ελληνισμού και ο αυθαίρετος ακρωτηριασμός της εθνικής μας ιστορίας. Έκτοτε, όμως, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Το Βυζάντιο έχει
![]() |
Αργύρης Εφταλιώτης |
ενσωματωθεί στην ελληνική ιστορία, η Νεότερη Ελλάδα, ως ιστορική περίοδος, έχει καταξιωθεί στην εθνική μας συνείδηση και η Δημοτική (Νέα Ελληνική) έχει αποτελέσει εδώ και κάποιες δεκαετίες την επίσημη γλώσσα της Πολιτείας και της Εκπαίδευσης. Χωρίς τις διευκρινίσεις αυτές, είναι δύσκολο να δαμάσει και να επεξεργαστεί κανείς λογικά το μεγαλειώδη εθνοαποδομητικό οίστρο που διαπερνά τηνΙστορία της Ρωμιοσύνης.
Από κοντά και ο Παλαμάς[3] με τον Ξενόπουλο, που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στον Εφταλιώτη, όταν ο τελευταίος επικρίθηκε για το εγχείρημά του. Επικαλούμενος τον Κρούμπαχερ, ο Παλαμάς τονίζει πως η αληθινή ονομασία μας ως λαού είναι «Ρωμιοί», ενώ η ονομασία «Έλληνες» επιβλήθηκε από το Σχολείο και δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια[4], για να προσθέσει μεταξύ άλλων τα εξής: «Τα δύο τούτα λόγια («Ρωμιός», «Ρωμιοσύνη»), επειδή δε μας έρχουνται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι’ όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμιοί. Το όνομα (Ρωμιός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριλιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση — στη συνείδηση του ξεπεσμού μας»[5].
Ο Ξενόπουλος δείχνεται επίσης ένθερμος συνήγορος του Εφταλιώτη στοχοποιώντας και αυτός τον Περικλή και διανθίζοντάς την επιχειρηματολογία του με ορισμένους δηλητηριώδεις υπαινιγμούς: «Τι μας συμφέρει καλλίτερα: Να αποκρύψωμεν, να προσποιηθώμεν ότι αγνοούμεν την αλήθειαν, να ζητήσωμεν να απατήσωμεν τον εαυτόν μας και τους άλλους και να καυχώμεθα ότι είμεθα οι απόγονοι και οι άμεσοι διάδοχοι των Περικλέων, εις τούτο περιορίζοντες όλην μας την αξίαν ή απεναντίας να παραδεχθώμεν, να κηρύξωμεν, να βροντοφωνήσωμεν την αλήθειαν και να συμμορφωθώμεν καθ’ όλα με αυτήν; Ο κ. Εφταλιώτης είναι εκ των φρονούντων, ότι αύτη είναι η αλήθεια και ότι η αλήθεια μόνη θα μας σώση. Θέλει να παρουσιασθώμεν, ότι είμεθα Νεοέλληνες και με το αληθινόν όνομά μας, δηλαδή Ρωμιοί»[6].– Αν ένα από τα βασικά γνωρίσματα του μεταμοντερνισμού είναι η εγκατάλειψη του λόγου ως μέσου κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου και η αντικατάστασή του από την αυθαίρετη βούληση που εκπηγάζει από το ασυνείδητο, τότε θα τολμούσα να κάνω τη βέβηλη σκέψη ότι ο Εφταλιώτης, ο Παλαμάς και ο Ξενόπουλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναδεικνύονται μεταμοντέρνοι «avant la lettre», όπως λένε και οι Γάλλοι.
Ένας πρόχειρος και αυθόρμητος αντίλογος στην επιμονή του Εφταλιώτη, καθώς και των υποστηρικτών και των επιγόνων του –μια επιμονή που αποδεικνύεται διαχρονική– να αποσυσχετίσουν ιστορικά τους Νεοέλληνες από την Αρχαία Ελλάδα θα μπορούσε να διατυπωθεί με τα παρακάτω απλοϊκά ερωτήματα: ποιος αποφάσισε και ποιος απέδειξε ότι ως «Ρωμιοί» μπορεί να είμαστε οι αναμφισβήτητοι απόγονοι του Θεοδοσίου του Α΄ και του Ιουστινιανού, αλλά την ίδια στιγμή, ως «Νεοέλληνες», δε νομιμοποιούμαστε να θεωρούμε τους εαυτούς μας φυσικούς δικαιούχους της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς; Από πού προκύπτει και πώς τεκμηριώνεται το ότι ως «Ρωμιοί» έχουμε το δικαίωμα να φουσκώνουμε από εθνική υπερηφάνεια, επειδή, για παράδειγμα, κάποιοι τρισένδοξοι «δικοί μας» αυτοκράτορες κατήργησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες (393 μ. Χ.) και έκλεισαν την Πλατωνική Ακαδημία (529 μ. Χ.), αλλά την ίδια στιγμή, ως «Νεοέλληνες», οφείλουμε να ντρεπόμαστε και να κατατρυχόμαστε από ένοχές, επειδή θεωρούμε την Αρχαία Ελλάδα οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα του ιστορικού βίου μας και ανάγουμε σ’ αυτήν τις πρωταρχές του εθνικού μας παρελθόντος; Σε τελευταία ανάλυση, ποιος ιδιοκτήτης της ιστορικής βεβαιότητας απαγορεύει «αυστηρώς και δια ροπάλου» να θεωρούμε απώτερους προγόνους μας τους Αρχαίους Έλληνες και ποιος αδιαφιλονίκητος κάτοχος και νομέας της επιστημονικής αλήθειας υψώνει σινικά τείχη ανάμεσα στο Νεοέλληνα και την ελληνική αρχαιότητα, διαμορφώνοντας έτσι κατά τις προσωπικές εμπνεύσεις του και τις αυθαίρετες επιλογές του τη συνείδηση ελληνικότητας –ή, αν θέλετε, τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας» / «ρωμιοσύνης»;
Στις απόψεις του Εφταλιώτη και των υποστηρικτών του αντιτάχτηκε σθεναρά ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, η βασική άποψη του οποίου για την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού ήταν ήδη γνωστή από την ακόλουθη τοποθέτηση: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[7]. Παρεμβαίνοντας, λοιπόν, στη συζήτηση και διατυπώνοντας τις ενστάσεις του με κρυστάλλινη διαύγεια και ιστορικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, ο Πολίτης υποστηρίζει μεταξύ άλλων τα εξής: ο Παλαμάς θα είχε δίκιο, αν μπορούσε να αποδείξει «ότι η ίδρυσις του βυζαντινού κράτους διέκοψε πάντα δεσμόν συνέχοντα τον Έλληνα του παλαιού κόσμου προς τον υπήκοον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Έλληνα, τον γενόμενον Ρωμαίον πολίτην. Έπειτα δε, ότι από των χρόνων του Ιουστινιανού μέχρι της επαναστάσεως του 1821 είχεν εξαλειφθή εκ της εθνικής συνειδήσεως το όνομα του Έλληνος αντικατασταθέν δια του Ρωμιού. Είναι τούτο αληθές; Εν τούτω έγκειται το ζήτημα»[8].
Και αποδεικνύει με απαράμιλλη πειστικότητα –επικαλούμενος έναν μεγάλο αριθμό μαρτυριών, όπου διατρανώνεται η παρουσία του Ελληνισμού– ότι κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Επιπλέον, ο Νικόλαος Πολίτης σημειώνει τα εξής: «Μετά την κατάλυσιν του βυζαντινού κράτους εξέλιπε πας λόγος της χρήσεως του εθνικού ονόματος Ρωμιός. Το όνομα καθ’ αυτό υπονοεί άρνησιν της εθνικότητος του φέροντος, δηλούν απλώς τον υπήκοον του ρωμαϊκού κράτους. Μετά την άλωσιν και η έννοια αυτή περιωρίσθη, ως είδομεν, και το όνομα έμεινεν ως δηλωτικόν του πρεσβεύοντος το ορθόδοξον δόγμα και υπαγομένου εις την δικαιοδοσίαν του οικουμενικού πατριαρχείου. (…) Αλλά το ελληνικόν έθνος ανακτήσαν το αληθές εθνικόν όνομά του κατεδίκασε το επείσακτον όνομα του Ρωμιού, προσδώσαν εις αυτό ονειδιστικήν σημασίαν. Ο Ρωμιός είναι ο τύπος του ανθρώπου του συνενούντος εν εαυτώ πάντα τα κοινωνικά και πολιτικά ελαττώματα του Έλληνος και το Ρωμαίικο ο τύπος του κακώς διοικουμένου κράτους»[9]. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος, με τον οποίο ο Νικόλαος Πολίτης κλείνει την παρέμβασή του: «Ο κ. Παλαμάς είναι ο ποιήσας τους ωραίους τούτους στίχους:
‘Κρυμμένη ‘ς την πολύπαθη τη Ρωμιοσύνη
Σα να ξανοίγω τη βασίλισσα Ελλάδα’.
Ο εμπνευσμένος ποιητής βλέπει εναργέστερον και κρίνει ορθότερον του γλωσσολογούντος λογογράφου. Ας μη επιμένη λοιπόν να μένη κρυμμένη πάντοτε υπό τα ράκη της Ρωμιοσύνης η βασίλισσα Ελλάδα!»[10]
Για να είμαστε, πάντως, δίκαιοι, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο μεγάλος ποιητής μας
![]() |
Νικόλαος Πολίτης |
Κωστής Παλαμάς δεν ήταν απλώς ο αυτόκλητος συνήγορος του Εφταλιώτη. Ήταν και ο δημιουργός του ποιήματος «Ο Διγενής κι ο Χάροντας», σε δυο στίχους του οποίου η διαχρονική Ελλάδα κάνει θριαμβευτικά την εμφάνισή της:
«Εγώ είμαι η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων,/
στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων».
«ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ» ΕΛΛΑΔΑ Ή ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΛΛΑΔΑ!
Δε θα είχα προχωρήσει στη σύνταξη του άρθρου αυτού, αν δεν ήταν εδραία πεποίθησή μου ότι η αρχαιοελληνική, η μεσαιωνική και η νεοελληνική περίοδος της Ιστορίας μας αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο[11], στο οποίο δε χωρούν ανεπίτρεπτες «εκπτώσεις» και αυτοκτονικοί ακρωτηριασμοί. Ξεκινώντας, λοιπόν, από αυτή τη «μείζονα προκειμένη», θεωρώ πως η στάση μου απέναντι στον όρο «Ρωμιός», με τον οποίο κάποιοι ονειρεύονται ακόμη και σήμερα να αντικαταστήσουν τον όρο «Έλληνας», δεν είναι καθόλου επιθετική, όπως θα μπορούσε ίσως να υποθέσει κανείς. Αντίθετα, είναι σαφώς αμυντική. Επιθετική είναι από την ίδια τη γλωσσική εκφορά της και από την ίδια τη νοηματική της υποδήλωση η λέξη «Ρωμιός», γιατί αποκλείει αυτομάτως και αυθαιρέτως από το εθνικό μας παρελθόν την Αρχαία Ελλάδα, δηλαδή την πολιτιστικά λαμπρότερη, ίσως, χρονική περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά η Αρχαία Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει με τίποτα έξω από τον ιστορικό βίο της πατρίδας μας. Όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο επιστημονικά θα ήταν αδιανόητο, αλλά και γιατί εθνικά θα ήταν μειοδοτικό. Αν ο Κικέρων, σύμφωνα με τον οποίο «Graeca leguntur in omnibus fere gentibus»[12] (σε ελεύθερη απόδοση: τα ελληνικά γράμματα διαβάζονται από όλους σχεδόν τους λαούς), μάς άκουγε να συζητάμε σοβαρά την εγκατάλειψη του εθνικού μας ονόματος, δηλαδή, ουσιαστικά, την απεμπόληση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς μας, την οποία οι πάντες εξυμνούν, από την οποία οι πάντες εμπνέονται και χάρη στην οποία οι πάντες μας τιμούν, θα μας απέδιδε για μια ακόμη φορά και με βαθιά περιφρόνηση την μειωτική προσωνυμία «Graeculi», δηλαδή Γραικύλοι.
Να μην το ξεχνάμε: εμείς οι Έλληνες έχουμε κληρονομήσει ένα τεράστιας σημασίας πολιτιστικό κεφάλαιο, το οποίο έφτασε ως εμάς με το έπος, τη λυρική ποίηση, την τραγωδία, την ιστοριογραφία, τη φιλοσοφία, τη ρητορεία, την τέχνη και την επιστήμη των προγόνων μας, καθώς και με τις ιδέες/αξίες που αναδύονται από αυτές – ένα κεφάλαιο που αποτελεί ταυτόχρονα πανανθρώπινο αγαθό. Έχουμε, λοιπόν, κάθε λόγο: α) να επιβεβαιώνουμε, ως ελληνικό έθνος, διαρκώς και εμπράκτως την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτιστικής κληρονομιάς και να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτήν και, κυρίως, β) να την αντιμετωπίζουμε ως μια αιώνια επίκαιρη πρόταση ζωής και παιδείας, η οποία προάγει την αυτογνωσία μας, τονώνει τον ανθρωπισμό μας και μας προσφέρει κεφαλαιώδους σημασίας πηγές έμπνευσης, καθώς και αξιακές βάσεις αναφοράς για κατάφαση και σημασιοδότηση της ύπαρξής μας.
Ενώ, λοιπόν, ο όρος «Ρωμιός» αποκόπτει εξ ορισμού, «eo ipso», από τον ιστορικό κορμό του έθνους την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική αρχαιότητα, ο όρος «Έλληνας», αντίθετα, καταφάσκει ολόκληρη την τρισχιλιετή ιστορική διαδρομή της Ελλάδας. Αναπόσπαστο τμήμα της τρισχιλιετούς αυτής διαδρομής αποτελεί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που αντιστοιχεί στη μεσαιωνική ιστορία μας, από όπου εκπηγάζει η ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητά μας. Πρέπει κάποτε να απαλλαχθούμε από ιδεοληψίες, εμμονές, αγκυλώσεις και «μικρομαράζια» που οδηγούν σε τάσεις αποκλεισμού. Μόνο έτσι θα απομακρυνθούμε τόσο από ακρότητες τύπου νεοπαγανισμού/«δωδεκαθεϊσμού», όσο και από πολιτιστικά «αναθέματα» σαν το «Τι φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες» του Ελληνοσύρου Ρωμανού (και κατά τα άλλα, βέβαια, ακραιφνούς «Ρωμαίου»…). Τότε θα αντιληφθούμε ότι ο Ελληνισμός είναι έννοια γένους που ενσωματώνει μέσα του και εμπεριέχει τη Ρωμιοσύνη, ενώ αντίθετα η Ρωμιοσύνη είναι έννοια είδους, που αποκλείει τεράστιας σημασίας ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού[13]. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο αποδεχόμαστε, τιμούμε και ενστερνιζόμαστε τη Ρωμιοσύνη ως προς όσα καταφάσκει και υιοθετεί, αλλά και παίρνουμε σαφείς αποστάσεις από αυτήν ως προς όσα αρνείται και αποκλείει[14].
Είναι καιρός να τεθεί επιτέλους οριστικό τέρμα στην «ιστοριογραφική γενοκτονία» με θύμα τη συνείδηση ελληνικότητας. Είναι καιρός δηλαδή να εγκαταλειφθεί εκείνη η αλήστου μνήμης παράδοση, που είχε αποκόψει τους Έλληνες από την ιστορική τους κοιτίδα, την Ελλάδα, και τους είχε αφαιρέσει το εθνικό τους όνομα μετατρέποντάς το σε προσηγορικό δηλωτικό της ειδωλολατρίας. Η παράδοση που είχε, αντιστρόφως, αποκόψει την Ελλάδα από τους Έλληνες και την είχε μετατρέψει σε μετέωρη ιστορική ανάμνηση χωρίς φυσικούς δικαιούχους (τουλάχιστον φαινομενικά) της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η παράδοση, τέλος, που είχε δημιουργήσει ένα ψευδεπίγραφο «Γένος Ρωμαίων» στη θέση του αναγεννώμενου Έθνους Ελλήνων. Είναι πλέον καιρός οι λέξεις «Ελλάδα», «Έλληνας», «Ελληνισμός» να «απελευθερωθούν» από τα όποια κατάλοιπα δυσφήμησης και διασυρμού τις βαραίνουν ακόμη (καθώς και από την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό που συνεπάγονταν κατά καιρούς αυτά τα «κατάλοιπα»), ώστε να επανακτήσουν την αυθεντική νοηματική παραπεμπτικότητά τους.
Για να βεβαιωθεί κανείς ότι αυτά όλα δεν αποτελούν πελαγοδρομία σε ανύπαρκτα, πλέον, θέματα, θα αρκούσε να λάβει υπόψη του πως η ανθελληνική παράδοση συνεχίζεται και μάλιστα προσλαμβάνει στις μέρες μας πρωτόγνωρη ένταση με φορείς ορισμένους λάβρους «ρωμαιολάτρες», οι οποίοι δεν τηρούν ούτε καν τα προσχήματα[15]. Στην ιστοσελίδα τους, για παράδειγμα, φιγουράρει η εμβληματική μινιατούρα που απεικονίζει τη λύκαινα με το Ρωμύλο και το Ρώμο, κάτι που παραπέμπει στις μυθολογικές πρωταρχές της Ρώμης, την οποία προφανώς θεωρούν απώτερη πατρίδα τους. Ταυτόχρονα, σταθερή βάση της πνευματικής αναφοράς τους έχουν την οργανική συνέχεια της Ρώμης, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, τη «Νέα Ρώμη». Εννοείται ότι, κάθε φορά που επιστρέφουν νοσταλγικά στην τελευταία, «παραχώνουν» την πανταχού παρούσα Ελλάδα κάτω από τη Ρωμαϊκή Χριστιανική Ιδέα. Στις ιστορικές αναλύσεις τους η Ελλάδα «δε χωράει», δεν έχει θέση και, απλούστατα, δεν υπάρχει. Για τους ακραίους αυτούς ρωμαιολάτρες και, κυρίως, για τους υπερενθουσιώδης θιασώτες τους η Ελλάδα ιστορικά έχει σβήσει, κατά το μέτρο που είχε αρχικά ενσωματωθεί στη Ρώμη και «απορροφηθεί» από αυτήν, για να χαθεί ακολούθως μέσα στην οικουμενικότητα της ρωμαϊκής χριστιανικής χοάνης.
Οπότε σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Φαλμεράγιερ επιστρέφει από το παράθυρο και καθοδηγεί μεταμφιεσμένος την επιχειρηματολογία τους. Όχι για να «αποδείξει» ξανά ότι στις φλέβες των σημερινών Ελλήνων δε ρέει ούτε μια σταγόνα αρχαιοελληνικού αίματος (την προώθηση της ιδέας αυτής την έχουν άλλωστε αναλάβει εργολαβικά πολλοί «ελευθερόφρονες» ιστορικοί του καθ΄ημάς ακαδημαϊκού χώρου), αλλά για να ισχυριστεί τη φορά ετούτη –εμμέσως πλην σαφώς– κάτι πολύ πιο ριζικό: ότι δηλαδή το να μιλάμε σήμερα για Ελλάδα και για Έλληνες είναι σαν να μιλάμε για ανύπαρκτα πράγματα. Δεν υπάρχουν πια Έλληνες, υπάρχουν απλώς «ελληνόφωνοι Ρωμιοί» (οι οποίοι μάλιστα δε μιλάνε καν ελληνικά, μιλάνε… «ρωμέικα»!), διατείνεται δια στόματος των ρωμαιολατρών επιγόνων του. Και αξιοποιώντας τη μνήμη του επιλεκτικά, υποκρίνεται ότι λησμονεί κάτι το στοιχειώδες, ότι δηλαδή η «ελληνοφωνία» συνυφάνθηκε ανέκαθεν –συνυφάνθηκε διαχρονικά– με μια μεγαλειώδη πολιτιστική πρόταση[16], καθώς και με την ακοίμητη συνείδηση της πρότασης αυτής, δηλαδή με τη συνείδηση ελληνικότητας[17]. Επομένως, δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς πως η φονταμενταλιστική ρωμαιολατρία των ημερών μας, καθώς και όλα όσα αυτή προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται (έμμεση απόρριψη του εθνικού[18] κράτους, προβολή του πολυεθνικού / πολυπολιτισμικού κρατικού μοντέλου) αντιπροσωπεύουν στην ουσία μια ακραία και αδιάλλακτη μορφή ελληνομηδενισμού[19].
Ας σταθούμε, όμως, σε κάποιες παρεμφερείς αλλά σαφώς μετριοπαθέστερες τάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εκείνο που καθιστά τους όρους «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη» ανεπαρκείς ως προς το να υποκαταστήσουν τους όρους «Έλληνας» / «Ελληνισμός» και να εκφράσουν κατ’ αποκλειστικότητα την ιστορική διαδρομή και το πνευματικό εύρος του τελευταίου είναι, ακριβώς, το ότι, όπως γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, «Το όνομα Ρωμαίος (…) φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ρωμαίος σημαίνει τελικά Ορθόδοξος Χριστιανός»[20]. – Οπότε το ερώτημα που ανακύπτει αυτομάτως είναι το ακόλουθο: η ταύτιση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία σημαίνει άραγε ότι η Ορθοδοξία έχει ενσωματώσει μέσα της τον Ελληνισμό και τον έχει απορροφήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον εκφράζει και να τον αντιπροσωπεύει στην ιστορική και την πολιτιστική ολότητά του; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αναπόδραστα συνάγεται ότι ο Ελληνισμός δεν αναγνωρίζεται πλέον, δεν έχει νόημα να αναζητηθεί και σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει καν ανεξάρτητα –δηλαδή έξω, πέρα ή πριν– από την Ορθοδοξία!
Τα συμπεράσματα θα μπορούσαν εύκολα να συναχθούν. Η αντικατάσταση του όρου «Έλληνας» από τον όρο «Ρωμαίος» (=«Ορθόδοξος Χριστιανός») και, αντίστοιχα, του όρου «Ελληνισμός» από τον όρο «Ρωμιοσύνη», εγκαθιδρύει ουσιαστικά τον απόλυτο «μονισμό» της ελληνοορθοδοξίας στο κέντρο του ιστορικού μας βίου με την ακόλουθη άμεση συνέπεια: η τεράστιας εμβέλειας πολιτιστική πρόταση που γενέτειρά της έχει την προχριστιανική Ελλάδα να αποκοπεί ιστορικά από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, να χάσει την αυτοτέλεια και την αυτονομία της, να αποσυσχετιστεί από τους γενεσιουργούς παράγοντές της και να στερηθεί τις διαχρονικού κύρους ιδιαιτερότητές της, χάρη στις οποίες αποτέλεσε δομικό στοιχείο του πανανθρώπινου πολιτισμού — ένα στοιχείο αυτόνομο σε σχέση με το χριστιανικό και ταυτόχρονα ισότιμο προς αυτό. Και αυτά όλα μπορεί να συμβούν, επειδήτώρα η ελληνικότητα πρέπει οπωσδήποτε να «διαμεσολαβηθεί» από τη χριστιανική ορθοδοξία, δηλαδή να υπαχθεί και να προσαρμοστεί στα μέτρα, στα σχήματα και στις σκοποθεσίες της, με αποτέλεσμα να «μεταλλαχτεί» δραματικά αν όχι και να αφομοιωθεί ως την ολοσχερή εξαφάνισή της[21].
Μπορεί να αναμετρήσει κανείς το βαθμό και τις συνέπειες της παραπάνω διαμεσολάβησης και μετάλλαξης αν λάβει υπόψη του την ακόλουθη επισήμανση του Νικολάου Τωμαδάκη: «Ο Χριστιανισμός υπήρξε πολέμιος κατά κύριον λόγον του Ελληνισμού ως ζωής και σκέψεως. Έβλεπεν εις αυτόν ελευθέραν την αμαρτίαν όχι μόνο εις την καθ΄ημέραν πράξιν (…) αλλά και εις το φιλέρευνον πνεύμα το οποίον ήγεν εις την φιλοσοφίαν. Το ότι δια τους Έλληνας η αλήθεια δεν ήτο σταθερά και εξ αποκαλύψεως αλλ΄εύρημα της ανθρωπίνης διανοίας, τούτο δεν συνεχώρει ο Χριστιανισμός»[22]. — Αλλά η προχριστιανική Ελλάδα κατηύγασε και ενέπνευσε την ανθρωπότητα, επειδή, ακριβώς, πρώτη αυτή καθιέρωσε και αξιοποίησε την πρωτοκαθεδρία της «ανθρωπίνης διανοίας» στην αναζήτηση της αλήθειας. Πράγμα που σημαίνει ότι η προχριστιανική Ελλάδα έβαλε τη σφραγίδα της στον οικουμενικό πολιτισμό «αυτή καθαυτήν» — όχι «διαμεσολαβημένη» και μεταλλαγμένη!
Και το πιο σημαντικό: σε αντίθεση με την έννοια της Ρωμιοσύνης, η έννοια του ελληνισμού δεν είναι ασυμβίβαστη με την ετερότητα και, πολύ περισσότερο, δεν υποδηλώνει ούτε επιβάλλει τον αποκλεισμό της. Η έννοια του ελληνισμού είναι ευρύτατη και γι’ αυτό περιλαμβάνει στο πλάτος της τόσο τον αρίφνητο πλούτο του αρχαίου πνεύματος όσο και την ελληνορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση χωρίς, όμως,
![]() |
Νικόλαος Τωμαδάκης |
λογοκρισίες και αποκλεισμούς. Mε αυτά τα δεδομένα: α) Διλήμματα του τύπου «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;»[23] είναι τεχνητάκαι στερούνται νοήματος και β) Οι θεωρήσεις που αναπτύσσονται εδώ δεν έχουν, βέβαια, καμιά σχέση με την «ανιστόρητη αρχαιολατρία» και με κανέναν τρόπο δεν αποτελούν «πολεμική κατά της Ορθοδοξίας»![24].
Η ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ
Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η Ρωμιοσύνη θα ασκεί διαρκώς ισχυρή έλξη σε όλους μας, όπως δείχνει και η έντονη παρουσία της στην πεζογραφία, στην ποίηση και στα τραγούδια της πατρίδας μας. «Αυτή η καθαγιασμένη μέσα σε αγώνες, αίματα και μαρτύρια λέξη εκφράζει ένα από τα λαμπρότερα στάδια της μακραίωνης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού», γράφει ο Γ. Βαλέτας[25]. Η λέξη Ρωμιοσύνη ανακαλεί πάντοτε στη μνήμη μας τη συναισθηματική αμεσότητα της προσωπικής σχέσης με τον άλλο, τη ζεστασιά του λαϊκού βίου που παραμένει ζωντανός μέσα μας, την ορθόδοξη χριστιανική μας παράδοση, καθώς και τα ψυχικά σκιρτήματα, τους καημούς και τις λαχτάρες του ευαίσθητου και πονεμένου λαού μας. Ταυτόχρονα, συνδέεται μόνιμα στην ελληνική μας συνείδηση με την παράσταση της δουλείας, του διωγμού, του κατατρεγμού, της δυστυχίας, της οδύνης και των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Στο άκουσμα της λέξης «Ρωμιοσύνη» αισθανόμαστε όλοι μέσα μας ένα επώδυνο άγγιγμα, κάτι σαν ένα χέρι που μας σφίγγει την ψυχή, κάνοντάς μας να επιστρέφουμε στο είναι μας και να ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας.
Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Η λέξη «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» είναι, όπως είδαμε, ένας εύσχημος τρόπος για να μην πει κανείς «Έλληνας», τον οποίο η Εκκλησία, για τους γνωστούς λόγους, αξιοποίησε συστηματικά σε βάρος του ανταγωνιστικού όρου «Έλληνας». Η λέξη «Ρωμαίος» / «Ρωμιός» παραπέμπει στη ρωμαϊκή κρατική παράδοση, η οποία πολλούς αιώνες πριν από την άλωση της Βασιλεύουσας είχε χάσει κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς και σε μια Αυτοκρατορία, η οποία είναι απλώς ιστορική ανάμνηση και της οποίας, μετά την Άλωση, οι Τούρκοι εννοούν να αυτοπροβάλλονται ως οι φυσικοί συνεχιστές[26]. Επομένως, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι η τουρκική εξουσία όχι μόνο ευνόησε τον όρο «Ρουμ» / «Ρωμιός», αλλά και τήρησε αρνητική στάση απέναντι στον όρο «Έλληνας». Ωστόσο, ο όρος «Ρωμιός» δε δηλώνει εθνικότητα, δηλώνει υπηκοότητα και υποτέλεια, καθώς και υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντίθετα, ο όρος Έλληνας εκφράζει τη διαχρονικότητα της εθνικής μας παρουσίας και ταυτόχρονα παραπέμπει νοηματικά στη σημερινή Ελλάδα, η οποία, παρά τις τεράστιες εγγενείς αδυναμίες της, δεν παύει να αποτελεί μια κρατικά συγκροτημένη εθνική οντότητα με υπαρκτή διεθνή παρουσία.
Επειδή, λοιπόν, μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την επιμονή, με την οποία οι ρωμαιολάτρες μας επανέρχονται στα ονόματα «Ρωμαίος / Ρωμιός», θα τους ήμαστε βαθιά υποχρεωμένοι, αν μας βοηθούσαν λίγο απαντώντας στα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα: σε τι αποσκοπεί άραγε η επίμονη προτροπή τους να απεμπολήσουμε ως λαός το εθνικό μας όνομα, δηλαδή την ελληνική μας ταυτότητα, και πού θα μπορούσε τελικά να μας οδηγήσει η τυχόν υιοθέτησή της; Σκέφτηκαν ποτέ τι μπορεί να σημαίνει στ’ αλήθεια το να προσκολληθούμε εμείς οι Έλληνες σε «ένα πουκάμισο αδειανό», δηλαδή στην κατά φαντασίαν ρωμαϊκή μας ιδιότητα, έστω και «διαμεσολαβημένη» από την Ορθοδοξία, και χωρίς ιστορικές ρίζες, χωρίς εθνολογικό έρμα, χωρίς πολιτιστικά ερείσματα και χωρίς ιδιοπροσωπία να το ανεμίζουμε προς γενική θυμηδία σε ανατολή και δύση μέσα στην κοσμοχαλασιά της παγκοσμιοποίησης; Έχουν αναμετρήσει άραγε τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων ως απλών φορέων μιας πλαστής εθνικής ταυτότητας, καθώς και η αποξένωσή τους από τα τεράστια συναισθηματικά, ηθικά, ακόμη και πολιτικά πλεονεκτήματα και ερείσματα που τους εξασφαλίζουν διεθνώς οι δεσμοί τους με την Αρχαία Ελλάδα; Σε τελευταία ανάλυση, τους πέρασε ποτέ από το μυαλό ποιον θα μπορούσε τελικά να εξυπηρετεί ο συνειδησιακός αφοπλισμός και ο ιστοριογραφικός «ξεριζωμός» του ελληνικού έθνους; Εκτός αν οι ρωμαιολάτρες μας πιστεύουν σοβαρά ότι έτσι, ως «Ρωμαίοι» / «Ρωμιοί», θα υποχρεώναμε τον «Αγαρηνό» να αποσυρθεί ως την «Κόκκινη Μηλιά» και να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Προσωπικά, το βρίσκω μάλλον «χλωμό».
Φτάνουμε, λοιπόν, στο κέντρο του προβλήματος. Δεδομένου ότι: α) Ως «de facto», δηλαδή με τη βία των όπλων, «συνεχιστής» της ρωμαϊκής πολιτειακής παράδοσης επιμένει να αυτοπροβάλλεται, όπως είδαμε, ο Τούρκος πορθητής. Και β) Το κράτος που καταλύθηκε το 1453 ήταν στην ουσία ελληνικό και αυτοί που κατακτήθηκαν ήταν -–γλωσσικά, πολιτιστικά και συνειδησιακά— Έλληνες, το να ισχυριζόμαστε εμείς οι ίδιοι ότι δεν είμαστε Έλληνες αλλά Ρωμαίοι / Ρωμιοί δε σημαίνει ασφαλώς ότι αποκτούμε αυτομάτως κάτι από το κύρος, τη μεγαλοπρέπεια και την «αρχοντιά» των αρχαίων συγκλητικών ή των Βυζαντινών αξιωματούχων! «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχτείς», που λέει και ο ποιητής[27]. Σημαίνει, απλούστατα, ότι: α) Ενισχύουμε τους τουρκικούς ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους όσοι κατοικούσαν στην Πόλη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που αλώθηκε το 1453, ήταν Ρωμαίοι υπήκοοι και τίποτα περισσότερο. β) Ομολογούμε –εμμέσως πλην σαφώς– προς άφατη αγαλλίαση των γειτόνων μας πως η ελληνικότητά μας ως λαού είναι μια ιδεολογική, διπλωματική και πολιτειακή κατασκευή, μια λαθροχειρία βασισμένη σε πλαστογράφηση της ιστορικής αλήθειας. Και, το χειρότερο, γ) Δίνουμε την εντύπωση πως δεχόμαστε μοιρολατρικά (και οπωσδήποτε ακούσια και ανεπίγνωστα, θέλω να πιστεύω) ότι σε εμάς, τα ιστορικώς μετέωρα, πλέον, «ρωμαϊκά» απομεινάρια –σε εμάς τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «Ρωμαίους» / «Ρωμιούς», για τους οποίους, όμως, η «Παλαιά Ρώμη» είναι ανύπαρκτη και η «Νέα Ρώμη» χαμένη– μία από τις δυνατότητες που διανοίγονται θα μπορούσε να είναι και η ακόλουθη: να απεμπολήσουμε αργά ή γρήγορα την ψευδεπίγραφη κρατική μας οντότητα και να ενσωματωθούμε στη θετή μας –-μετά την Άλωση– «Μητέρα Τουρκία», που έχει ανοίξει τη στοργική αγκαλιά της και μας περιμένει ανυπόμονα… Οπότε το «φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων», κατά την έκφραση του Λουκά Νοταρά, που το βλέπει κανείς «εν μέση τη πόλει» από το 1453 και μετά, θα μπορούσε κάλλιστα να το ξαναδεί «εν μέση τη Ακροπόλει» σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον …
Θα μπορούσαν ίσως να ισχυριστούν ορισμένοι ότι με τον αυτοπροσδιορισμό μας ως «Ρωμαίων» όχι μόνο συνδεόμαστε με την αυθεντική μας εθνική ταυτότητα (κάτι που, όπως δείξαμε παραπάνω, πόρρω απέχει από την ιστορική αλήθεια), αλλά και κατοχυρώνουμε ασφαλέστερα τα εθνικά μας δικαιώματα και τις εθνικές μας διεκδικήσεις. Η γνώμη μου είναι ότι παρόμοιος ισχυρισμός δεν αντέχει στη σοβαρή κριτική. Αρκεί να θυμηθούμε πως η σχεδόν θρησκευτική προσήλωση του ίδιου του Βυζαντινού Κράτους στους τύπους της ρωμαϊκής κρατικής παράδοσης δεν κατοχύρωσε και δεν περιφρούρησε καθόλου τη νομιμότητα της ρωμαϊκής οικουμενικότητας και μάλιστα σε εποχές κατά τις οποίες η Αυτοκρατορία ήταν ζωντανή, δηλαδή αποτελούσε κρατική οντότητα. Και απόδειξη του ότι δεν την κατοχύρωσε και δεν την περιφρούρησε είναι το ότι δεν εμπόδισε ούτε τους εχθρικούς λαούς να κατακρεουργούν εδαφικά την αυτοκρατορία ούτε στο τέλος τους Τούρκους να την καταλύσουν οριστικά, το 1453.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αν η εθνολογικά συγκεκριμένη (δηλαδή προσδιορισμένη, άρα περιορισμένη) έννοια του Ρωμαίου διευρυνόταν υπέρμετρα, ώστε να περιλάβει στο πλάτος της τους σημερινούς Έλληνες, τους Ρουμάνους και όλους τους κατά καιρούς υποτελείς της Ρωμαϊκής, αρχικά, και ακολούθως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τότε «Ρωμαίοι» θα ήταν περίπου οι πάντες, δηλαδή κανένας. Οπότε θα χρειαζόμαστε έναν καινούργιο όρο για να αποδώσουμε τους αυθεντικούς Ρωμαίους, τους Ρωμαίους της Αρχαίας Ρώμης, και να τους αντιδιαστείλουμε από το συρφετό των «light» και των «γιαλαντζί» Ρωμαίων, οι οποίοι έχουν συγκροτήσει στο μεταξύ τα εθνικά τους κράτη με αποτέλεσμα να συνεχίζει το καθένα το δικό του ιστορικό βίο. Αφήνω που, από κει και πέρα, αυτοί οι δυστυχείς «light» και «γιαλαντζί» Ρωμαίοι θα άρχιζαν τις μεταξύ τους αντεγκλήσεις και διαμάχες «διαμεριζόμενοι» το αδειανό πουκάμισο της κατά φαντασίαν ρωμαϊκότητάς τους. Και ανάμεσά τους η αφεντιά μας, εμείς οι «Ρωμιοί», που με ανοιχτά όλα τα μεγάλα εθνικά μας μέτωπα θα δημιουργούσαμε ακόμη ένα και θα σκιαμαχούσαμε για το τίποτα, έχοντας όμως εξαποστείλει προηγουμένως στα αζήτητα ένα ιστορικά «βαρύ» και ένδοξο όνομα, το όνομα «Έλληνες». Η παράνοια, δηλαδή, στην αποθέωσή της!
Υπάρχει, όμως, και η διάσταση της ουσίας, την οποία οφείλουμε να έχουμε πάντοτε υπόψη μας. Η κατά φαντασίαν ρωμαϊκότητα δεν αποτελεί στοιχείο αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή «ταυτότητα», για κάθε λαό ή εθνότητα της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά απλή ιστορική ανάμνηση της υποτέλειας όλων μαζί στον ίδιο επικυρίαρχο-δυνάστη[28]. Αλλά μια τέτοια «ρωμαϊκότητα» δεν μπορεί ποτέ να λειτουργήσει ως παράγοντας συνεκτικός των διαφόρων πρώην υποτελών της Αυτοκρατορίας, δε δημιουργεί κοινότητα σκοπών μεταξύ τους και κάθε άλλο παρά τους οδηγεί σε κάποια ουσιαστική αμοιβαία προσέγγισή. Επομένως, για κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο μια τέτοια «ρωμαϊκότητα»: α) Δεν έχει καμιά δυνατότητα να αναδείξει τα σημεία που ενώνουν τους πρώην υποτελείς παραμερίζοντας ταυτόχρονα όσα τους χωρίζουν. β) Απέχει πολύ από το να σφυρηλατεί δεσμούς φιλίας μεταξύ τους και γ) Δεν είναι σε θέση να τους μετατρέψει σε κληρονόμους της πάλαι ποτέ οικουμενικότητας του πρώην επικυρίαρχου-δυνάστη, γιατί η οικουμενικότητα εκείνη, μετά την πολιτικο-στρατιωτική κατάρρευση του τελευταίου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλή ιστορική ανάμνηση[29]. — Να σημειωθεί ότι δεν είναι καθόλου απαραίτητο να απεμπολήσει ένας λαός την ιστορική του ταυτότητα και την εθνική του συνείδηση για να προσεγγίσει τους γείτονές του – το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί κάλλιστα να προωθήσει σχέσεις ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας μαζί τους, όπως και με όλους τους λαούς, με την απαραίτητη ασφαλώς προϋπόθεση ότι και οι άλλοι λαοί θα κάνουν ό,τι και ο ίδιος, δηλαδή θα πάψουν να εκτρέφουν μεγαλοϊδεατισμούς και να υποθάλπουν αλυτρωτισμούς (που οδηγούν ευθέως σε εδαφικές διεκδικήσεις) σε βάρος των γειτόνων τους.
Τέλος, ο αυτοπροσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων / Ρωμιών» όχι μόνο θα ήταν ιστορικώς αθεμελίωτος, αλλά και θα αποτελούσε, γενικότερα, διαβρωτική μαθητεία στη νοοτροπία της υποτέλειας. Σημειολογικά, «Ρωμιός» είναι ο διαχρονικός υποτελής, που έχει εξοικειωθεί με το ρόλο του ευπειθέστατου υπηκόου μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας (της Βυζαντινής, αρχικά, και της Οθωμανικής, στη συνέχεια) — ο πρόθυμος αποδέκτης μιας προστατευτικής κρατικής «ομπρέλας» που θα τον στεγάσει ως «Pax». H ομόθυμη συνειδησιακή προσχώρηση στην ανάμνηση της «Pax Romana» θα διευκόλυνε ή τουλάχιστον θα ανεχόταν στις μέρες μας το ολοκληρωτικό πέρασμα στην «Pax Americana», ίσως και την επάνοδο σε κάτι σαν «Pax Othomana»… Άλλωστε, για ορισμένους από τους λάβρους θιασώτες και νοσταλγούς της «Ρωμιοσύνης» (ασφαλώς όχι για όλους ούτε καν για τους περισσότερους) το πρόβλημα, σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν ίσως η ιδιότητά τους ως υπηκόων ή πολιτών ενός πολυεθνικού κράτους αρκεί, βέβαια, να αυτοπροσδιορίζονταν σ’ αυτό ως «Ρωμαίοι» / «Ρωμιοί». Το πρόβλημά τους μοιάζει να είναι το ίδιο το «υπανάπτυκτο», «αρχαιόπληκτο», «οπισθοδρομικό», «παρακμιακό» και, προπάντων «εθνικό» (ω, τι φρίκη!) «ελλαδικό κρατίδιο», όπως το αποκαλούν ονειδιστικά, στο εσωτερικό του οποίου νιώθουν δυστυχείς, επειδή χαρακτηρίζονται υποχρεωτικά «Έλληνες»!…
Με βάση όσα έχουν ήδη προηγηθεί, η περίεργη επιμονή στη διατήρηση ενός ανύπαρκτου θέματος, όπως αυτό που υποδηλώνεται στη διάζευξη: «Έλληνες ή Ρωμιοί;», αντιστρατεύεται την ετυμηγορία της Ιστορίας και βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινή λογική. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν ενδείκνυται να παίζει κανείς ούτε με τη μία ούτε με την άλλη. Γενικά, δεν ενδείκνυται να «παίζει εν ου παικτοίς», ιδιαίτερα στους δύσκολους και πονηρούς καιρούς μας…
Παραπομπές
[29] Στο άρθρο του Πρόταση για μια διαφορετική παγκοσμιοποίηση («Αντίφωνο», Antibaro) ο Κυριάκος Παπαδόπουλος διατυπώνει διαμετρικώς αντίθετες απόψεις από τις δικές μου. Μολονότι διαφωνώ ριζικά με το περιεχόμενο του άρθρου αυτού, το θεωρώ χρήσιμη συμβολή στην πολύπλευρη προσέγγιση του όλου θέματος.