Ένας άγγελος στο σανίδι… κατάληξη
Οι σχολικές παραστάσεις την προϊδέασαν για τη γνωριμία με το αληθινό θέατρο.
Η πρώτη επαφή στάθηκε έρωτας.
Έρωτας κεραυνοβόλος .
Ο θίασος του Μάνου Κατράκη – ποιος ήταν αυτός μακάρι και να ‘ξερε – κατέφθασε στο νησί περιοδεύοντας στην επαρχία. Οι δάσκαλοι άδραξαν την ευκαιρία και οι μαθητές είχαν τύχη αγαθή να παρακολουθήσουν, σε πρωινή παράσταση, το έργο «Βασίλισσα Αμαλία» του Γεωργίου Ρούσσου. Επαγγελματικό θέατρο πρώτης γραμμής! Το αναγνώρισε κι ας μην είχε μέτρο σύγκρισης. Ρούφηξε μονοκοπανιάς τη μαγεία του λες κι έκανε βουτιά στη χύτρα με τον μαγικό ζωμό του Δρυίδη κι έκτοτε απόμεινε στιγματισμένη. Το βράδυ οι γονείς είχαν κλείσει θέσεις για τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Χάλασε τον κόσμο να πάει μαζί τους κι εκείνοι, ύστερα από κάποιες αναιμικές προσπάθειες να την πείσουν πως δεν ήταν της ηλικίας της, αποφάσισαν να ενδώσουν. Κάτι κατάλαβαν ή κάτι διαισθάνθηκαν. Τώρα, τι κατάλαβε εκείνη στην ηλικία των δέκα βλέποντας τον Κατράκη να υποδύεται τον αλλόκοτο πρίγκιπα Μίσκιν , αυτό πώς να το μάθει κανείς; Μπορεί ακριβώς η μαγεία του ακατανόητου να την σημάδεψε και να την παραλόϊσε. Ταυτόχρονα όμως τακτοποιήθηκαν μέσα της τα μεγέθη κι αυτό τράβηξε μαλακά το καλάμι από τα πόδια της
Κάμποσα χρόνια αργότερα ένας οικογενειακός φίλος, που είχε να την δει από παιδί, την κοίταξε σαν να μην την αναγνώριζε και μουρμούρισε,περισσότερο μονολογώντας.
– Ώστε εσύ είσαι εκείνη η μικρή που τραβούσες, με κοσμιότητα αλλά και επιμονή, το μανίκι του πατέρα σου να τον αποσπάσεις από τη συντροφιά μας, γιατί είχε ξεχαστεί με την κουβέντα και δεν έλεγε να ξεκολλήσει κι ας είχε φτάσει ώρα φαγητού. “Το παιδί πεινάει”, του κάναμε νόημα. Κι ο πατέρας σου γελούσε: ” Πού τέτοια τύχη! Ραντεβού με τον Μαμάκη έχει, που σε καλό να της βγει.”
– Κοίτα να μην ξενυχτήσεις. Αύριο θα χασμουριέσαι στο σχολείο αν δεν χορτάσεις ύπνο. ( Η προστατευτική μητέρα.)
– Μην ξεχαστείς και σε πάρει ο ύπνος. Θα τελειώσουν οι μπαταρίες. (Ο πρακτικός πατέρας.)
Τους διαβεβαίωνε πως λίγο θα ακούσει κι ύστερα θα το κλείσει. Μα πόσο εύκολο είναι να τηρήσεις μια τέτοια υπόσχεση όταν έχεις για συνομιλητή Σαίξπηρ ή Λόρκα, Μπρεχτ ή Λαμπίς, Τενεσί Ουίλιαμς ή Ευγένιο Ο Νηλ, Τσέχοφ ή Πιραντέλο; Πώς να πατήσεις το κουμπάκι και να διακόψεις βίαια εκείνες τις θεϊκές φωνές των πρωταγωνιστών ενόσω τυπώνονται μέσα σου; Εκείνα τα ηχοχρώματα που έχεις μάθει να ξεχωρίζεις και να ταυτοποιείς; Μινωτής και Παξινού, Χορν και Λαμπέτη, Χατζηαργύρη και Αρώνη, Κωστόπουλος και Βόκοβιτς… Όχι δεν ήταν απόμακρες βεντέτες, σαν τους ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ήταν φίλοι προσωπικοί κι αγαπημένοι που έκαναν το κλασσικό ρεπερτόριο φυσική συνέχεια των παραμυθιών της γιαγιάς.
Υπήρχαν και σπάνιες περιπτώσεις που ο ύπνος την διεκδικούσε και την αποσπούσε. Ξυπνούσε απογοητευμένη με τις νότες του εθνικού ύμνου, που σηματοδοτούσαν τη λήξη του προγράμματος, μα η παράσταση είχε συνεχιστεί στα όνειρά της. Αυτό το τελευταίο είχε μια παρενέργεια: όταν, στην ενήλικη ζωή της, ερχόταν ξανά σ’ επαφή με το συγκεκριμένο έργο έπαιρνε όρκο πως τελειώνει “έτσι”, για να διαψευσθεί με το “αλλιώτικα” και να κατηγορεί τη μνήμη πως την είχε εξαπατήσει. Μα δεν έφταιγε η μνήμη, ήταν η φαντασία που είχε διαφορετική άποψη από τον συγγραφέα.
Με τη μετακόμιση στην Αθήνα δεν είχε παρά ν’ απλώσει το χέρι να πιάσει το άπιαστο. Να πάρει το λεωφορείο μέχρι την Ομόνοια, να περπατήσει την Αγίου Κωνσταντίνου, να κοιτάξει θαμπωμένη το νεοκλασικό του Τσίλερ, να παρακολουθήσει ζωντανή, επιτέλους, παράσταση στο Εθνικό, όταν ακόμα λεγόταν Βασιλικό. Με μιας οι αποθηκευμένες φωνές απέκτησαν υπόσταση, πρόσωπο, σχήμα, μορφή, κίνηση. Μυσταγωγία ανεπανάληπτη! Μέχρι τότε ήταν η ακοή που μονοπωλούσε την αισθητική απόλαυση, συνεπικουρούμενη από τη φαντασία που ερχόταν να συμπληρώσει τα κενά με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Τώρα, οι υπόλοιπες αισθήσεις διεκδικούσαν μερίδιο, η κάθε μια για λογαριασμό της. Ούτε λόγος να γίνεται πως ακόμα και η αφή δεν έμενε παραπονεμένη απολαμβάνοντας τη μαλακή υφή των βελούδινων καθισμάτων. Το αφηρημένο που συγκεκριμενοποιείται κρύβει σε σπέρμα τον κίνδυνο της διάψευσης. Στάθηκε τυχερή να μην το βιώσει έτσι.
Η θεϊκή Παξινού δεν ήταν όμορφη.
Ποιος νοιάστηκε;
Σαν αντίβαρο ήταν λαμπερή και ορμητική, ήταν χείμαρρος και καταιγίδα, ήταν κεραυνός και σπαραγμός, ξεχείλιζε από παλμό που παρέσυρε στην δική της ρότα, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της σκηνής, διαφέντευε την παράσταση χωρίς αντίπαλο. Ποια καλλονή θα μπορούσε να δημιουργήσει τα κύματα ανατριχίλας που έσκαγαν στον κυματοθραύστη-κοινό, ξαναγύριζαν πίσω στη σκηνή, έπαιρναν φόρα , ορμούσαν να πνίξουν την πλατεία και πίσω πάλι. Κι αυτό το αδιάκοπο πηγαινέλα έκανε αβάσταχτο τον σπαρακτικό θρήνο: ” γειτόνισσες… μ΄ ένα μαχαίρι… μ’ ένα μικρό-μικρό μαχαίρι, π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει. Μα εκείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά…”