ήλπιζα, πολυαγαπημένη μου αδελφή, μόνο οι θεοί γνωρίζουν πόσο, να ενεργήσουμε καθώς το ήθος που διδαχθήκαμε ορίζει. Το κάλεσμα σου τη ταραγμένη μου ψυχή αναγαλλιάζει. Τίποτα δεν υπάρχει άλλο να σκεφθώ, κανένας φόβος δεν είναι ικανός εμπόδιο στη λαχτάρα μου για ελευθερία να βάλει. Κίνδυνο διατρέχει μόνο όποιος άδικα δρα ή απλά αποδέχεται την αδικία, ναι, εκείνος πρέπει να φοβάται. Ποιος, μίλα, ποιος είναι εκείνος που τολμά σε ελεύθερους πολίτες απαγορεύσεις να θεσπίσει, πράγμα που δεν κάνουν ούτε οι θεοί; Τον θεό τον σέβεσαι όχι γιατί είναι θεός αλλά διότι είναι σοφός και η σοφία δεν επιβάλλεται, την αναγνωρίζει η ψυχή, αν κάποιος βλέπει με τα δικά της μάτια. Όμοια η τιμωρία, δεν επιβάλλεται, προκαλείται από τις πράξεις, είναι ανταπόδοση ανάλογη της πράξης, μισθός. Πολίτες που πειθαρχούν σ’ εξουσία που επιβάλλεται ακόμα και στα ήθη, είναι άνθρωποι δέσμιοι κι όχι ελεύθεροι πολίτες, δεν έχουν πατρίδα αυτοί κι ο φόβος που παραλύει το νου σ’ αυτούς ταιριάζει…
Ο πατέρας μας έζησε αναζητώντας την αλήθεια, δεν είχε αλλοίμονο, τίποτα να φοβηθεί, ενάντια σ’ όλες τις δυσκολίες και το πρόσκαιρο συμφέρον, το δικό του, της οικογένειας και της πατρίδας του. Λέγεται ότι δύσκολα αντέχει κάποιος την αλήθεια, αρκεί μέσα στο φως της ν’ αφεθείς και σύντομα αλαφρώνεις, στο ψέμα όμως σαν επιτρέψεις τα πέπλα της ψευδαίσθησης να σε ζώσουν μεγαλώνει το βάρος που ανταριάζει τη ψυχή και τούτο συνείδηση τ’ ονομάζουν, είναι που μανιάζει η ψυχή για να ελευθερωθεί. Κι ο πιο αδύναμος άνθρωπος στο σώμα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί αν συντηρεί δυνατή ψυχή, τότε ακατόρθωτο τίποτα δεν υπάρχει διότι τίποτα δεν ξεπερνά τη δύναμη της ψυχής που κατέχει την αλήθεια, μοναδικό κυβερνήτη της ίδιας της ζωής.
Κι όταν ο πατέρας μας είδε την αλήθεια αδελφή μου, σκέψη δεν γέννησε ο νους του να την τυλίξει σ’ άλλα πέπλα για ν’ αποφύγει το εκτυφλωτικό της φως. Τι νόημα θα είχε τότε η ζωή του αφού τη δυστυχία όλων μας προκάλεσε μία τέτοια απόκρυψη, ένα ψέμα με επιπτώσεις αλυσιδωτές. Η μάννα όλων πίστεψε ότι το φως που η ίδια γέννησε σα χρυσή βροχή μπορούσε ν’ αποφύγει, όμως αυτό είναι όλων ο τελικός προορισμός, όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσεις. Εκείνος, ο ίδιος φως, πατέρας, γιος και σύζυγος, το αληθινό φως δεν φοβήθηκε ν’ αντικρύσει.
-Χρειάζεται δυνατή ψυχή για την ελευθερία…
-Κι εκείνη φέρνει ευτυχία, ποτέ τ’ αντίθετο κι ας μοιάζει. Τον Φοίβο ακολούθησε πάντα ο πατέρας, εκείνος τον οδήγησε στην αλήθεια της σοφίας του νου, κόρη αυτή του πανόπτη οφθαλμού. Δρόμος διπλός κι ωστόσο ένας, όπως η διπλή καταγωγή από θνητό κι από θεό. Πίστεψαν ότι τυφλώθηκε από το φως, όσοι ανίκανοι σπαταλούν της ζήσης τους το χρόνο μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι, οι ανόητοι που αψηφούν ότι το δίκιο του μικρού νικά τους μεγάλους και ισχυρούς. Έτσι οδηγήθηκε στο κατώφλι της πύλης του θεϊκού κόσμου μέσα από το πυκνό σκοτάδι της ψευδαίσθησης που δημιουργούν οι ακτίνες του μικρού Φαέθωνα ήλιου όταν κρύβουν τον Υπερίωνα που εξαγνίζει τους βωμούς.
– Ισχυροί δεν είναι όσοι κατέχουνε το χρήμα. Το χρήμα δεν εξαγοράζει τη ζωή, μόνο σπέρνει δυστυχία, εκπορθεί πόλεις, ερημώνει τους αγρούς, ξεσπιτώνει τους ανθρώπους, οδηγεί σε πράγματα αισχρά κι έργα ανόσια, υποδουλώνει …
– Για τούτο εμείς χρεία διπλή ευθεία μπροστά να πορευθούμε έστω κι αν αφήνουμε πίσω τους πολλούς δέσμιους του φόβου. Μη με ρωτάς λοιπόν, μόνο προχώρα, μία ώρα αρχήτερα προς το φως.