γραφει ο αρισταρχος
Σελίδα 9
Εκείνη την πήρε και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα κλάματα. Υγρά διαμάντια που ξεχύθηκαν από τους δακρυϊκούς πόρους απότοκος βαθιάς συγκίνησης απ’ ότι αγάπησε περισσότερο στην ζωή της. Για τον πατέρα της. Ήταν εκεί, αγκαλιά με τον Αλέξανδρο, δηλαδή τον Κωστή. Μέσα στο δάσος κάτω από μια καστανιά. Χάιδεψε με το δείκτη του δεξιού της χεριού το πρόσωπο του πατέρα της πάνω από το τζάμι και έβγαλε μια μικρή κραυγή, ύστερα την έσφιξε πάνω στα στήθια της κι έκλεισε τα μάτια .
Της πήρε ο Μανώλης την φωτογραφία από το χέρι και την κοίταξε. Ο πεθερός του κι ο Κωστής αγκαλιασμένοι με γέλια, με νιάτα, με κορμοστασιές. Δεξιά κάτω ήταν γραμμένα με στυλό και μικρά γράμματα “Μεγάλο βουνό – Εκατό σκαλοπάτια το πλάτωμα Μάϊος 1956”
-Τι εννοείτε , εκατό σκαλοπάτια το πλάτωμα; Ρώτησε ο Μανώλης απορημένος.
– Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο μεγάλο βουνό και στην τοποθεσία εκατό σκαλοπάτια. Ύστερα έχει ένα μεγάλο πλατύσκαλο που το έλεγαν οι ντόπιοι “το πλάτωμα”. Εκεί βγήκαμε φωτογραφία. Εκεί βρήκαν τον πεθερός σου νεκρό., Τον παλίκαρο, στεγνωμένο από το αίμα που έχασε μετά τον πυροβολισμό στο πόδι. Ξεψύχισε εκεί στην τοποθεσία εκατό σκαλοπάτια πάνω στο πλατύσκαλο. Σταμάτησε γιατί ένα βουβό κλάμα του φούσκωσε τα στήθεια.
Για κάποιες στιγμές έμειναν όλοι τους τραβηγμένοι στις σκέψεις τους κι ο Μανώλης στην …πινακίδα για το σπίτι τους μπροστά στα σκαλοπάτια που έγραφε “Εκατό σκαλοπάτια κι ένα πλατύσκαλο”. Ήταν δυνατόν; Τέτοια σύμπτωση;
-Μα καλά έχει κάποια σχέση αυτό με τα σκαλοπάτια προς το σπίτι μας; Ρώτησε αυθόρμητα.
-Ναι, ναι θα μιλήσουμε γι αυτά. Πολλά έχουμε να πούμε. Για αυτό δεν ήρθατε; Και επειδή είμαι πολύ γέρος δεν έχω δυνάμεις γι αυτό θα μείνετε μερικές μέρες εδώ να γνωρίσετε και τον άλλο μου τον γιό τον Νικόλα , τις νυφάδες μου και τα εγγόνια μου.
Έπεσε βουβαμάρα. Ο Μιχάλης και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν στα μάτια αμίλητοι, γι αυτούς που δεν τους ήξεραν. Η αλήθεια όμως ήταν πως με τα βλέμματα και μόνο αντάλλαξαν χίλιες κουβέντες και έβγαλαν και απόφαση. Να μείνουν! Ύστερα ο Κωστής άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι με την ταινία των γεγονότων. Ο χρονικός ορίζοντας ξανάρχιζε να ζει από το σημείο εκείνο που πλέον δεν υπήρχαν άλλες απαντήσεις κι από κανέναν, παρά μόνο από τον φίλο που μοιράστηκε ο πατέρας της τον τελευταίο καιρό και φυσικά τους δολοφόνους. Και διψούσε τόσο πολύ ν’ ακούσει, να μάθει. Σαν χαμένη στην έρημο με αντικατοπτρικές οάσεις.
“Ας τα πιάσουμε ρε παιδιά από την αρχή. Και πρώτα από όλα για να μην κοροϊδευόμαστε. Την επίσκεψή σας την περίμενα. Με ειδοποίησε ο γιός μου για σας και ότι με ζητήσατε με το όνομα Κωστής. Έστειλα τον φίλο μου τον Δημήτρη και σας ξετρύπωσε. Μανούλα είναι για κάτι τέτοια. Σας περίμενα τόσο καιρό, από τότε που ο μοναδικός μου συγγενής ο Αθανασούλας ήρθε εδώ. Δηλαδή τον έφερα εγώ. Συγγενής, χαχαχα εγώ ανίψι κι αυτός μικρότερος σαν θείος χαχαχαχα. Ξέρετε ήταν θείος από ξαδέρφη της μάνας μου πολύ πολύ μικρότερη από μένα. Το φαντάζεστε; Τον είχα συνέχεια στην σφαλιάρα. Ο ανηψιός τον θείο… χάχαχαχα! Το θέμα όμως ήταν εσείς! Εσάς ήθελα να ξεσηκώσω και τα κατάφερα. Τώρα θα μου πείτε γιατί δεν σας πήρα απευθείας. Έχω τους πολύ προσωπικούς μου λόγους και πιστέψτε με είναι πολύ σοβαροί.
Πριν πολλά χρόνια νεαρός, έψαξα να βρω την τύχη μου σε κάποιο τσελιγκάτο του μεγάλου βόρειου βουνού. Στην αρχή με είχαν στο αρχοντικό στο χωριό μετά με πήραν μαζί τους στα βοσκοτόπια. Περνούσα μια χαρά, έβαζα τα λεφτά στην μπάντα και ονειρευόμουνα την στιγμή που θάκανα το δικό μου σπιτικό, το δικό μου κοπάδι. Συγγενείς δεν είχα παρά μόνο τον Αθανασούλα , κι αυτός πολύ μακρινός και όχι εξ αίματος. Έτσι δεν μ’ εμπόδιζε τίποτα να μείνω εδώ. Όπου ζεις πατρίς που λένε. Άλλαι όμως αι βουλαί ανθρώπων άλλα ο Θεός κελεύει.
Άρχισε το αντάρτικο και το μεγάλο αδερφοσκότωμα. Εμείς στα μαντριά βρεθήκαμε στην μέση. Έρχονταν οι αντάρτες έπαιρναν φαγητό και ρούχα και κουβέρτες. Έφευγαν αυτοί έρχονταν ο στρατός. Έπαιρναν κι αυτοί. Όποιος είχε όπλο διέταζε, χαχαχαχαχα! Βαρέθηκαν οι τσελιγκάδες το πλιάτσικο κι άρχισαν να κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα στα χειμαδιά. Αρκετά είχαν τραβήξει από τους κατοχικούς του Γερμαναράδες τώρα είχαν τ’ αδέρφια τους.
-Και ποιοι ήταν οι δικοί μας κυρ-Κωνσταντή; Ρώτησε ο Μιχάλης.
-Πφ! Όλοι δικοί μας ήταν μωρέ Μανώλη. Ο ένας αδερφός πάνω άλλος κάτω. Ο γιός πάνω η κόρη κάτω. Έχει αυτό το πράγμα κανόνες και ανθρωπιά; Τα χειρότερα πράγματα που επινόησε ο άνθρωπος είναι ο εμφύλιος και το παιδομάζωμα. Όλοι αυτοί που τα δημιούργησαν ποτέ τους δεν σκέφτηκαν πως κάποια στιγμή θα βρεθούν απέναντι στον δημιουργό τους να δώσουν λόγο γι αυτά που έκαναν. Για τον μεγάλο πόνο που απλόχερα έδωσαν και δίνουν κάθε μέρα. Ούφ, τώρα συγκινήθηκα. Που να πάρει. Όταν μεγαλώνεις συγκινείσαι και κλαις με το παραμικρό.
Που είχαμε μείνει; Ά ναι. Περνούσαν το λοιπόν τα βράδια αεροπλάνα από πάνω μας και γινόταν χαλασμός απ’ τους αντάρτες. Ανέβαινε ο στρατός και γινόταν χαμός. Κορμιά νεανικά, κομμένα κεφάλια. Άστα να παν, άσχημες καταστάσεις. Σκότωναν τα νιάτα και τα αποκεφάλιζαν για να μην κουβαλούν όλο τους το σώμα. Ύστερα τα κατέβαζαν στην πόλη και τάβαζαν πάνω σε τρεις πέτρες και καλούσαν τον κόσμο να αναγνωρίσει τα παιδιά του. Ποιός τολμούσε! Έβλεπε η μάνα το κεφάλι του παιδιού της ξεσκίζονταν το μέσα της τόκανε πέτρα και στέγνωνε τα μάτια. Είχε κι άλλα παιδιά και έπρεπε να ζήσουν. Τραγικά πράγματα, μακάρι να φύγουν μ’ αυτούς που τα ζήσαν όπως φεύγει κι ο τραμοντάνας και να μην ματαξανάρθουν. Αρκετό πόνο γνώρισε αυτός ο τόπος. Ας είναι καλά οι αιώνιοι φίλοι μας, μα πρώτα εμείς.
Σταμάτησε και με την ανάστροφη του χεριού του πήρε κάτι δάκρυα που βγήκαν για να ξαλαφρώσει το συναίσθημα.
-Μαρία … Φέρε μου σε παρακαλώ τα χάπια μου και ετοίμασε τον βόρειο ξενώνα, την Μακεδονίτισσα, που βλέπει στην θάλασσα. Θα μείνει ο Μανωλιός με την γυναίκα του.
Συνεχίζεται …