Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές… “η γιαγιά”
![]() |
Φωτο Παναγιώτης Κούκης |
Ο μικρός Μιχαλιός μεγάλωνε σ’ ένα σπίτι δίχως άντρες. Ο πατέρας έλειπε στη Γερμανία, που η φαντασία του την τοποθετούσε στα πέρατα του κόσμου, μα ερχόταν το δίχως άλλο κάθε καλοκαίρι. Ο παππούς όμως, κι ας είχε τ’ όνομά του, δεν είχε φανεί ποτέ στο σπίτι. Έλειπε, του ’λεγαν, σε μακρινό ταξίδι πιο πέρα κι από τη Γερμανία. Πώς γίνεται να πάει κανείς πιο πέρα από την άκρη του κόσμου; Έμαθε να ερμηνεύει την απουσία του ως αδιαφορία και να την ταυτίζει με έλλειψη αγάπης. Γιατί αν ο παππούς τους αγαπούσε, θα εύρισκε τρόπο να έλθει έστω και για μια μέρα κοντά τους. Τη στέρηση του αρσενικού, όμως, εξισορροπούσε η πληθώρα θηλυκού. Το σπίτι ήταν γεμάτο θείες που ξεσυνερίζονταν ποια να τον κανακέψει περισσότερο. Κι όντας μοναδικός αρσενικός μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες έπαιρνε γενναιόδωρα και πλουσιοπάροχα όλη εκείνη τη φροντίδα και την αγάπη που τον βοήθησαν να μην βιώσει την απουσία της μάνας.
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες όταν μιλούσε για τους “Δροσουλίτες”. Να ‘σαι, λέει, ξενυχτισμένος πρωινός οδοιπόρος κάποιο καλοκαιρινό χάραμα με βαριά νοτισμένη ατμόσφαιρα, να ‘ρχεται από τη θάλασσα μια δροσιά που διώχνει τη νύστα και ξαφνικά να βλέπεις να ξεπροβάλουν στο βάθος του ορίζοντα λεβεντόκορμα παλικάρια πάνω στ’ άλογα, με μαύρα κεφαλομάντηλα και πλήρη αρματωσιά. Ν’ απλώνεις τα χέρια να τους αγγίξεις -τόσο κοντά σου είναι- κι αυτοί αδιάφοροι να σε αφήνουν να τρέχεις ξωπίσω τους συνεχίζοντας να καλπάζουν ήρεμα σαν να μην σε είδαν, σαν να μην σε άκουσαν, σαν να μην υπήρξες, εσύ, ποτέ. Και να ξέρεις πως θα συνεχίσουν το ταξίδι στους αιώνες ενώ εσύ μένεις ν’ αναθυμάσαι τ’ όραμα και να καμαρώνεις που αξιώθηκες να το ζήσεις.
Σταματούσε απότομα να μιλάει, ξάνοιγε, με ονειροπόλο βλέμμα, τον απέναντι τοίχο λες και το όραμα διαρκούσε ακόμα κι έμενε μετέωρο το χέρι αφήνοντας τη δουλειά μισοτελειωμένη. Η στάση της περισσότερο κι από τα λόγια της υπέβαλαν το παιδί, του ‘κοβαν κάθε διάθεση για αμφισβήτηση και το έκαναν να στυλώνει τα μάτια μπας και δει εκείνο που είχε συνεπάρει τη γιαγιά.
Κι όταν μιλούσε για τον Σηφοδασκαλάκη, πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου Δασκαλογιάννη στον ξεσηκωμό για τη λευτεριά –τότε, το 1770- η φωνή της είχε μια γλύκα πονετική που δεν της το’χες να βγαίνει από το στόμα της.
Δεν κουράστηκε ποτέ να του επαναλαμβάνει και να του εξηγεί. Κάποτε μόνο, όταν μπούχτιζε με τις απανωτές απορίες του ή όταν τη ρωτούσε –με μια πρώιμη ωριμότητα- πράγματα που δεν αντέχει ν’ ακούσει ένα παιδί, κρυφοχαμογελούσε και σκεφτόταν όλο καμάρι: αυτό το παιδί έχει πάρει την ομορφιά του πατέρα του και την εξυπνάδα τη δικιά μου. Ο Θεός να το φυλάει από το κακό το μάτι. Κι ενώ από μέσα της κρυφά τον σταύρωνε, στα φανερά απαντούσε μπαϊλντισμένη τάχα.
-Ουφ, με πλάνταξες. Δεν σε προλαβαίνω, όλα μονομιάς δεν γίνεται να τα μάθεις!
Μα σαν έβλεπε το παραπονεμένο ύφος του βιαζόταν να επανορθώσει.
-Μη μου χολοσκάς πουλί μου και μην αναδακρυώνεις. Τα υπόλοιπα θα στα μάθω αργότερα, όταν μεγαλώσεις.
Έμεινε με το παράπονο, ανακατεμένο και με μια γερή δόση θυμού. Γιατί η γιαγιά ταξίδεψε, να πάει να συναντήσει τον παππού, πριν προλάβει να μεγαλώσει και τον άφησε μ’ ένα σωρό απορίες μα προ πάντων εκείνη τη μεγαλύτερη: γιατί, αφού έλεγε πως τον αγαπούσε, δεν τον περίμενε να μεγαλώσει; Γιατί έφυγε χωρίς να κρατήσει την υπόσχεσή της;