Η ψυχολογική βία είναι η αόρατη πλευρά της σωματικής βίας, ακριβώς όπως είναι αόρατη η ψυχή για τα δυο φυσικά μάτια του σώματος, που βλέπουν μόνο ότι ο νους γνωρίζει! Μάλιστα η ψυχολογική βία ίσως είναι χειρότερη της σωματικής διότι είναι συγκαλυμμένη και ύπουλη, ακριβώς επειδή ασκείται χωρίς να γίνεται ορατή. Τ’ αποτέλεσμα είναι το ίδιο εγκληματικό. Το θέμα δεν είναι ο τρόπος αλλά ο ίδιος ο φόνος.
Ο φόνος είναι αποτέλεσμα βίας και βία είναι κάθε είδους παραβίαση της ελευθερίας, σωματικής ακεραιότητας και των δικαιωμάτων του ατόμου. Για να εξαλειφθούν οι παραβιάσεις και ν’ αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της βίας μοναδικός τρόπος είναι να βρεθεί και να εξαλειφθεί το αίτιο που την προκαλεί. Η βία εμπεριέχει τη ρατσιστική βία, όμως βολεύει να συγχέονται. Ο ρατσισμός (razza-φυλή, ράτσα) προέρχεται από τη βία, προκαλεί και μεταχειρίζεται βία στους άλλους, εκείνους που δεν ανήκουν στην ομάδα (εθνική, θρησκευτική, κλπ.) αλλά δεν αφορά όλες τις εκφάνσεις της βίας. Αντίθετα η βία ασκείται αδιακρίτως σε όλους, σ’ εμάς, στους δικούς μας και στους άλλους.
Όταν κάποιος δέχεται βία καθόλου δεν τον ενδιαφέρει σε πια «ράτσα» ανήκει ο βιαστής, τι πιστεύει ή ο λόγος που τον ωθεί, σε τίποτα δεν αλλάζει τα συναισθήματα της κακοποίησης του θύματος η καταγωγή, η θρησκεία, η κοινωνική ή θεσμική θέση του βιαστή! Όποιος ασκεί βία μόνο σε μία ράτσα μπορεί ν’ ανήκει, του βλάκα, είναι επικίνδυνος, ανεπιθύμητος και καταδικαστέος σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Ένα νομοσχέδιο για τη βία, που θα κάλυπτε και τη ρατσιστική βία, δεν έχει θέση σε μία Δημοκρατία, διότι αρχή της Δημοκρατίας (κυριαρχία του Δήμου) είναι ο σεβασμός της ελευθερίας (δικαιωμάτων), αδιακρίτως φυλής και των νόμων (υποχρεώσεις) που η ίδια, δηλαδή οι πολίτες της, έχουν θεσπίσει (σαν πολίτες είναι πιο πολύ από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε). Συνεπώς αν η διαπίστωση της μη τήρησης των νόμων είναι παλιά ιστορία στη σύγχρονη Ελλάδα, σήμερα με την πρόθεση ενός τέτοιου νομοσχεδίου παραδεχόμαστε ότι το πολίτευμα μας δεν λειτουργεί και άρα δεν έχουμε Δημοκρατία. Έτσι εξηγείται η πρόθεση για νέο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, απλά διότι οι υπάρχοντες νόμοι της Δημοκρατίας, που θ’ απέτρεπαν εκδηλώσεις βίας, δεν λειτουργούν.