ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ
(ποιητική διασκευή απ’ την καθολική επιστολή)
Τ’ αρπακτικά τα χέρια σας τις δίγνωμες καρδιές σας,
Με πένθος και με δάκρυα, αν θα τα καθαρίστε
Και αν πένθος το γέλιο σας και η χαρά κατήφεια
Γίνει με την ταπείνωση, ο Θεός θα σας υψώσει.
Όποιος κρίνει τους αδελφούς, προσβάλλει την αγάπη
Κι αντί να είναι ποιητής, κριτής γίνεται νόμου.
Αφού ’ναι ένας ποιητής και νομοθέτης ένας,
-αυτός, που κύριος της ζωής είναι και του θανάτου-
εσένα ποιος σε όρισε κριτής του άλλου να’ σαι;
Για λάτε οι καυχησιάρηδες, που λέτε πως στην πόλη
Για κέρδη και εμπόριο θα πάτε για ένα χρόνο,
Μήπως έστω για αύριο γνωρίζετε, αν θα ζείτε;
Ή μήπως πρόσκαιρη πνοή δεν είναι η ζωή σας;
Που φαίνεται τη μια στιγμή και χάνεται την άλλη!…
Για λάτε και οι πλούσιοι, που σας καλοτυχούνε
να κλάψτε με ολολυγμούς γι’ αυτά, που θα σας βρούνε.
Σκόρος θα φάει τα ρούχα σας, τα πλούτη σας η σήψη
Και τ’ ασημόχρυσα η σκουριά θα τα εξαφανίσει
Κι ύστερα θα γενεί φωτιά, που θα καταβροχθίσει
Κι εσάς, με όσα άδικα έχετε θησαυρίσει….
Κράζει ο μισθός των εργατών, που τους αγρούς θερίσαν,
και τ’ άπληστα τα χέρια σας σκληρά τους τον στερήσαν.
Και έλεος απ’ το Θεό μ’ ολοφυρμούς ζητήσαν.
Μα εσείς στις απολαύσεις σας ζείτε και τις σπατάλες
Και για τους δίκαιους σταυρούς στήνετε και κρεμάλες
Κι έτσι που καταντήσατε, χωρίς ψυχή, κουφάρια
Γινήκατε, παχαίνοντας, για τη σφαγή θρεφτάρια…