γραφει ο αρίσταρχος
Η μαγκιά, το νταηλίκι, ο λαϊκός ήρωας!
Και ενώ τα μπουκάλια και οι βρισιές έπεφταν βροχή μια κραυγή σηκώθηκε ταυτόχρονα από όλους τους ενοίκους της χαράδρας “Ο Θοδωρής, ο Θοδωρής…” Θαρρείς και γινόταν βουντού για κάλεσμα του μεγάλου προστάτη της μικρής κοινότητας. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και δίπλα στο γεφυράκι σταμάτησε ένα τζιπ και μαζί σταμάτησαν οι ανάσες, και οι φωνές έμειναν μετέωρες και τα μάτια καρφώθηκαν πεινασμένα πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου. Νόμιζες πως έγινε μια παύση, ένα πάγωμα στο χρόνο. Εκείνη, η πόρτα, άνοιξε αργά για να κατεβεί ο Θοδωρής που γυρνώντας από την δουλειά σταμάτησε να δει τι γινότανε. Το νεό του κορμί θαρρείς και διπλασιάστηκε. Τα σηκωμένα μανίκια άφηναν δυό τεράστια μπράτσα να δείχνουν το καλογυμνασμένο σώμα.
Έτσι τον αποζητούσε η θεία δίκη της χαράδρας. Ένας άντρας όσο δεκατρία κορμιά! Κάποιοι του εξήγησαν τα καθέκαστα ενώ το πλήθος διψασμένο για εκδίκηση και αίμα άρχισε να κραυγάζει “Φάτους Θόδωρε. Επάνω τους Θόδωρε, κομμάτιασέ τους Θόδωρε” Τόνιωσε το λαϊκό παραλήρημα έντονα μέσα του. Μόνο η μπέρτα του superman τούλειπε. Κατευθύνθηκε αργά προς τα φαντάρια που ζύγιζαν την κατάσταση. Βέβαια ήταν μπρατσωμένος, δυνατός αλλά , ένας. Αν όμως το τσούρμο πετούσε το φόβο της υποταγής στο χώμα ποιος θα μπορούσε να προεξοφλήσει ένα πιθανό λυντσάρισμα. Όταν όμως είσαι 22-23 χρονώ και μεθυσμένος μόνο τέτοια δεν σκέφτεσαι. Το “ταν ή επί τας” έγινε ένα απλό θα σας φάμε ή θα μας φάτε. Έτσι, ομοβροντία τα μπουκάλια έπεσαν πάνω στον Θοδωρή. Σε λίγο βγήκαν οι ζωστήρες και γύριζαν σφυρίζοντας στον αέρα. Έπεσαν πάνω στο παλικάρι που πάλευε με ότι τούδωσε η φύση και μαζί του ένα κοινό που θύμιζε Ρωμαϊκή αρένα. Κι αυτός στη μέση όρθιος σαν ένας Σπάρτακος που μοίραζε τη βία σε ανταπόδοση της βίας που δεχόταν. Τινάζονταν το αίμα και έβαφε όλους τους εμπλεκόμενους. Κάποια στιγμή που οι ζώνες και τα σπασμένα μπουκάλια τούσκιζαν το σώμα αυτός γύρισε αργά σε μια περιστροφή πτώσης με τις φωνές να χάνονται μακριά του. Χαμογέλασε στο γλυκό πρόσωπο της μάνας του που τον κοίταζε πίσω από ένα θυσανωτό άσπρο φως. Έκανε ότι μπορούσε για τον κόσμο που αγαπούσε, γι αυτό που αυτός πίστευε. Την βοήθεια, την αρωγή, τον αλτρουισμό. Και άξιζε γι αυτά να “φύγει”. Και θάχε φύγει, αν δεν πλάκωνε μια διμοιρία ΕΣΑτζήδων. Τώρα, τον πρώτο ρόλο είχαν τα ρόπαλα. Έπεσε της αρκούδας το ξύλο. Τους συνέλαβαν όλους και χάθηκαν αφήνοντας πίσω τους την χαρούμενη συνοικία με πληγωμένη περηφάνια. Λες και ένας Θοδωρής-Καρανταής θα έσωζε την δειλία τους. Ο Θοδωρής νοσηλεύτηκε όσο νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο και γύρισε πάλι στην αγαπημένη του συνοικία που τα ξέχασε όλα και βρήκε τον γνώριμο ρυθμό της.
Μια φωνή με ξύπνησε από τον λήθαργο. Μπροστά μου πάνω στην οθόνη του υπολογιστή φιγουράριζε η εξοχική ταβέρνα σε χάλι εγκατάλειψης. Μια πινελιά ο χρόνος και όλα έγιναν σήψη. Όλα μια διαγραφή. Τίποτα που να θυμίζει παρελθόν, μόνο κάτι καταγραφές στις συνάψεις του εγκεφάλου μου που με εξάντλησαν ψυχικά και πνευματικά. Άλλο να περνάς σαν ταξιδιώτης πάνω από τις μνήμες στα γρήγορα και άλλο να ξαναζωντανεύεις σε πραγματικό χρόνο εικόνες που γκριζάρισαν βαθιά στον χρόνο και σημάδεψαν ανεξίτηλα τον συναισθηματικό σου κόσμο.
Πάτησα Χ και πέρασε η χίμαιρα της τεχνολογίας βαθιά στα κυκλώματα του υπολογιστή. Πόσο κοντά η φαντασία με την πραγματικότητα. Πόσο μακριά όλα αυτά από ένα ανθρώπινο χάδι μια ανθρώπινη παρουσία. Πόσο μακριά απ’ τον Θεό! Κι ας πάμε στην εκκλησία μας, κι ας κάνουμε τον σταυρό μας, κι ας… λέμε.
ΤΕΛΟΣ
ΥΓ. Αφιερωμένο εξαιρετικά
- Στους… Θόδωρους Καρανταήδες
- Στην μεμψιμοιρία μας, στον ατομικισμό μας και στο ανατολιτικο-κουτοπόνηρο δόγμα μας “Όλοι σας θα πολεμήσετε, όλοι μας θα δοξασθούμε!”