γραφει ο αρισταρχος(απομαχος)
“Κάποια γιαγιά Αναστασία στην αντίπερα θα βρίζει Θεούς ή δαίμονες ανάλογα με το που είναι”
Κυριακή “πρωί” περίπου 11:30 σκάω μύτη στο δρόμο της Χαλκιδικής στο ύψος του Jumbo. Χείμαρρος αυτοκινήτων ο δρόμος και με ταχύτητες αρκετά μεγαλύτερες των 110χλμ. Ανθρώπινα κονσερβοκούτια με ρόδες όλα σαν κυνηγημένα προς μια κατεύθυνση με λάφυρο μια παραλία, μια βουτιά, μια στάλα δροσιάς. Αυτό θάναι το κέρδος αν ξεπεράσουν τις συμπληγάδες της ταχύτητας του μποτιλιαρίσματος και της εσωτερικής γρίνιας.
Τα πήρες όλα; Και την ομπρέλα; Πρόσεχε μπροστά σου και ανέβασε λίγο το παράθυρο γιατί πιο πολύ ζέστα έρχεται μέσα. Βάζω σε λειτουργία κάθε διαθέσιμο κύτταρο του εγκεφαλικού μου ιστού να ψάχνει για τυχόν ξεχασμένα. Απέκτησα προ πολλού την μαντική. Παράλληλα πρέπει να προσέχω τις αποστάσεις και τα έγκαιρα φρεναρίσματα μπρος πίσω μη και χτυπήσω οπότε μοιραία το βλέμμα μου συναντιέται με αυτό της πεθεράς μου, της Κατίνας. Κάθυ, έτσι απαιτεί να την φωνάζουν , το βλαχαδερό. Από το χωριό Ανύπαρκτο που ξετρύπωσα την κόρη της, την γυναίκα μου, την Τασώ. Κι αυτή τόκανε Τάσα. Άκου Τάσα… Κάποια γιαγιά Αναστασία στην αντίπερα θα βρίζει Θεούς ή δαίμονες ανάλογα με το που είναι. Στη μέση η Ρηνούλα και δίπλα ο Κωστής. Και τα δυό, στα οκτώ, δίδυμα. Πακέτο η οικογένεια, τυπικά Ελληνική και ατόφια. Άμα λάχει και με DNA!
Σάββατο ξεκίνησε η άδεια και ο λογικός φεύγει, για όπου φύγει, την Δευτέρα πρωί όχι Κυριακάτικα και έντεκα το πρωί(;). Όμως τάπαμε, Ελληναράδες και με DNA. Γιατί, ενοχλούμε κανένα; Βέβαια η γλώσσα που μιλάμε λίγο περίεργη, για παράδειγμα η Τάσα είναι η μάμη, η Κάθυ είναι η γκράνμα, τα δίδυμα είναι τα τουίνς και… η ώρα πέρασε. Κι αυτά τα ξεκίνα σταμάτα, εγώ ο… γκράνπα(!), δεν τ’ αντέχω όπως δεν αντέχω όλη αυτή την ξενομανιακή μουρλαμάρα της Τασώς και της Κατίνκω. Κάποτε ανεβαίνουμε στην Καρδία και η ροή γίνεται υποφερτή. Μαζί της και τα νεύρα μου.
Κάποια στιγμή που ο Θεός είχε τα κέφια του τα βρήκε με τον Εγκέλαδο και δώστου μια εδώ, δώστου μια εκεί έφτιαξε αυτή την ακροθαλάσσια δαντέλα γύρω γύρω από την Χαλκιδική για να μαγεύει τον ανθρώπινο ρομαντισμό. Ναι δεν υπάρχει αμφιβολία, εδώ οι Θεοί έφτιαξαν τον τόπο της ηρεμίας τους. Και μεις οι άνθρωποι υπακούοντας στο κέλευσμα να κατακυριεύσουμε τη γη δεν αφήσαμε σπιθαμή χωρίς κυριότητα. “Μπαλκόνι πάνω στον Τορωναίο κόλπο κύριε, και χρυσά ηλιοβασιλέματα. Χαγιάτι με δέκα μέτρα πρόσοψη και στα δυό μέτρα η θάλασσα, και η ταβέρνα μας στα δέκα. Μπορείτε να ζήσετε λίγο σαν Θεοί μονάχα με εκατόν πενήντα ευρώ την μέρα. Πολλά είναι;” Για Θεούς όχι, για μένα απαγορευτικό. Αλλά πάλι… όχι, όχι τα χρήματα δεν φτάνουν. Πιο χαμηλά, πιο χαμηλά.
Πιο χαμηλά το μόνο που βλέπω ένα camping με τσικνισμένες μυρουδιές και εν πάση περιπτώσει ένα… κοινόβιο. Το σύνολον 55 ευρώ την μέρα. Καλά, καλά τρώγεται. Έ, θα βλέπουμε της χοντρής τα βρακιά και τα ξερά του άντρα της σκαρφαλωμένα πάνω στο τραπέζι που τρων αλλά… αυτά έχει το κοινόβιο! Η θάλασσα κοντά, το mini-market δίπλα και το καφέ πάνω στο νερό. Το βράδυ τσικνίλα και μπύρα με μισόκλειστα βλέφαρα και αποχαύνωση. Το μεσημέρι φαί ύπνο αποχαύνωση. Το πρωϊνό μμμ… εξαιρετικό να βλέπεις την γειτόνισσα με το μακό να αφήνει τα πάντα ελεύθερα προς τέρψη. Το μόνο όνομα που ακούγεται στο κοινόβιο είναι το δικό μου. Είτε για ψώνια, είτε για βρίσιμο, είτε τα παιδιά κάνουν ζημιές. Και αφού τα συνηθίσω όλα αυτά έτσι θα περάσουν οι δύο εβδομάδες και θα μπει το αυτοκίνητο στο δρόμο της επιστροφής.
Άντε τώρα να πεις και τις δικές σου εμπειρίες στις συναδελφικές ομηγύρεις. “Ξέρετε; Το camping είναι η καλύτερη εναλλακτική για την παραθέριση των παιδιών. Τα απελευθερώνει και τα αποφορτίζει από την πίεση της καθημερινότητας. Βέβαια είχαμε ένα προβληματάκι με το νερό, το ρεύμα κοβόταν συχνά, το βιολογικό μύριζε τα μεσημέρια, ο διπλανός ροχάλιζε σαν κατεστραμμένη αμαξοστοιχία, η ομορφονιά απέναντι έκανε πεντικιούρ μέρα μεσημέρι με το baby-doll, οι διπλανοί μάλωναν όλη την ώρα και… αφήστε ρε παιδιά αυτά τα μέρη είναι για εικοσάχρονα. Του χρόνου θα….” Τι ήθελα να πω; Άσε, αυλαία!
Του χρόνου θα… τι θα; Ακόμη να κατανοήσουμε πως σήμερα “ουδέν αυτονόητον”. Του χρόνου ήρθε και εγώ από αρχές του χειμώνα χωρίς δουλειά. Η Τασώ με σποραδικά μεροκάματα και η Κατίνκω κλέφτηκε με θαλασσόλυκο. Πάει και τ’ αυτοκίνητο, ξενοικιάστηκε και το σπίτι και… παραθέριση; Τι είναι αυτό; Θα δούμε… ίσως του χρόνου… μπορεί…
Τώρα σκάσε! Σκάσε και περίμενε υπομονετικά το συσσίτιο, ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό. Αύριο έχει ο Θεός.