Ὁ Ναός
Μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
ὢ τῆς ἀθώρητης θεᾶς ξεχωρισμένε
ναὲ καὶ καταμόναχε, τῆς θεᾶς ποὺ δείχνει
ἀπὸ τοῦ εἶναι της τὴν ἄβυσσο μονάχα
ἓν᾿ ἄγαλμα, καὶ κεῖνο ἀνθρωποκαμωμένο,
μ᾿ ἕνα πέπλο πυκνὸ καὶ κεῖνο σκεπασμένο.
Καὶ θαρρῶ πὼς ξανοίγω μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς στύλους
καὶ μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τοὺς βωμούς σου
τὸν Ἴωνα, τὸν δελφικὸ ἱερέα
ν᾿ ἀλλάζη τὸ λευκὸ λειτουργικὸ χιτώνα
μὲ τὸ ραβδὶ τὸ ροζωτὸ τοῦ στρατοκόπου.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι λειτουργός, τοῦ μυστηρίου
τὸ φοβερὸ κλειδὶ δὲν ἔπιασα, κι ἀκόμα
δὲν ἄγγιξα, δειλὰ ἢ ἀπότολμα, τὴν πύλη
ποὺ φέρνει στῆς ζωῆς τ᾿ ἀγνώριστα Ἐλευσίνια.
Ἁμαρτωλὸς κ᾿ ἐγώ, ναέ, στὰ πλήθη μέσα
τ᾿ ἁμαρτωλὰ ποὺ προσκυνᾶν ἐσέ, μὰ τώρα
μοῦ πλήγιασαν τὰ γόνατα στὰ μάρμαρά σου,
κ᾿ αἰσθάνομαι ἕνα πάγωμα νύχτας ἢ τάφου
ἀγάλια ἀγάλια ἀπάνω μου νὰ σκαρφαλώνη
καὶ νὰ τινάξω πολεμῶ τὸ μολυντήρι
τὸ κρύο ἀπὸ τὰ πάνω μου, καὶ λαχταρώντας
ἔξω σέρνω τὰ γόνατα τὰ πληγιασμένα,
ἔξω ἀπ᾿ τοὺς σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι ἀπὸ τοὺς στύλους σου, ἀπ᾿ τὰ δάση ποὺ μὲ πνίγουν,
στὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ στὸ φέγγος τῆς σελήνης.
Πάει τὸ λιβάνι πιὰ τῆς προσευχῆς, καὶ πάει
τ᾿ ὁλόχρυσο μαχαίρι τῆς θυσίας, καὶ πᾶνε
κ᾿ οἱ μεγαλόφωνοι χοροὶ καὶ λευκοφόροι
τῶν ὕμνων γύρω στοὺς βωμοὺς τοὺς φλογισμένους
καὶ παρατώντας σε, ὦ ναέ, ξαναγυρίζω
στῶν καιρῶν τὸ καλύβι τῶν πρωτανθισμένων.
…απο τον καιρο που τα αισθηματα ζωντανευαν τη σκεψη και τη βουληση. Ας ερθει και παλι εκεινη η αξεπεραστη χαρα της δημιουργιας του Λογου…κατι τετοιο θα σημαινε την επανεγκατασταση του στη ζωη μας
Μοῦ ἀρέσειΜοῦ ἀρέσει