(φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα)
Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί:
Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ «η περιέργεια του Κοινού».
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών;
Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. «Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να «ποζάρει» είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η «περίεργειά» του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.
(…)
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933
Πώς δύναταί τις να γίνη ανήρ χωρίς ν’ αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθή;
«ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ»
Μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της.
«Η ΧΤΥΠΗΜΕΝΗ»
Ό,τι είναι παράδοσι εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.
Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν.
«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ»
Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης.
Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος.
Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων.
«ΟΙ ΧΑΛΑΣΣΟΧΩΡΗΔΕΣ»
Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι.
«ΟΙ ΕΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΙ»
Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν…
«ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ»
Φαίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο σιγουράρει κανείς, τόσο περίπλοκος βρίσκεται.
«ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ»
Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν.
«ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΣ»
Ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικώτερος πάσης ύβρεως!
«Η ΠΙΤΡΟΠΙΣΣΑ»
.
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει ένα «αδίκημα» του Παπαδιαμάντη:
Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να, όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε… Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του. Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πήγε επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΟΛΩΜΙΚΑ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Το απόσπασμα προέρχεται από το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Σοφίας Κανταράκη Ρωμιές στη χώρα του Παπαδιαμάντη.
Εξίσου ενδιαφέρον όμως είναι και ένα άλλο άρθρο της Σοφίας, το: Ο Παπαδιαμάντης και ο Θεόφιλος
.
Ιδού τώρα, σας παρακαλώ, τι θα ειπή νεανική κεφαλή, ήτις γυρίζει εις τον άνεμον ως μαγνητική βελόνη.
Να αλλάξει τις τα συμβάντα δεν ημπορεί, αλλ’ ημπορεί ν’ αλλάξη τον εαυτόν του.
Τι θα εγίνετο η ανθρωπότης, αν έκαστος κατεβάλλετο υπό της πρώτης συμφοράς, ήτις τω επέρχεται;
«Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ»
Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.
«ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ»
Ο θάνατος επέρχεται ή πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Ή κλείει τις τα όμματα προτού να ιδή τον σκοπόν του κατωρθωμένον, ή απέρχεται εις τα αιωνίους μονάς αφού τον ιδή ναυαγήσαντα, ή επιτυχόντα προς στιγμήν και καταστραφέντα διά πάντοτε, όπερ είναι το αυτό και κάτι χειρότερον.
Το αυτό χώμα θα σκεπάση τους σοφούς και τους αμαθείς, η αυτή φωτιά θα καύση τους πλουσίους και τους φτωχούς, τους ισχυρούς και τους αδυνάτους.
Η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών όπερ είναι μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός.
Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνη, την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν. Αλλ’ η ένδεια της καρδίας, ώ, αύτη μαραίνει το σώμα και την ψυχήν.
Ή εις την καρδίαν πρέπει ν’ απευθύνεται διήγησίς τις ή εις την φαντασίαν. Όστις δε στοχάζεται τους ενός, εξ ανάγκης αστοχεί του ετέρου. Αλλ’ όστις και του πρώτου αστοχεί και του δευτέρου αποτυγχάνει, είναι ατυχής συγγραφεύς, άξιος οίκτου.
«Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ»
Είμεθα πολύ ευφυέστερος λαός από τα άλλα της Ανατολής εθνάρια. Πλην, αναντιρρήτως, είμεθα επιπολαιότερος λαός και από αυτούς τους Ανατολίτας και από πολλούς άλλους.
Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.
«ΙΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ»
Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπει νάχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.
«ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ»
Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τα μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.
«Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ»
Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
«Η ΦΟΝΙΣΣΑ»
Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία.
Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.
Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.
Ο κόσμος τοιούτος είναι κατεσκευασμένος, διά να κλέφτη κανείς και να σκοτώνη. Και αυτοί όπου κάμνουν τον αφέντην έχουν κλέψει και σκοτώσει πολύ περισσότερα.
Αν ο δήμιος είναι άξιος περιφρονήσεως, ο δικαστής όστις κρύπτεται όπισθεν αυτού, είναι συνένοχός του, αίτιος της ενοχής του δημίου μάλιστα, και είναι άξιος πολλαπλασίας περιφρονήσεως.
«ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ»
Νίκος Εγγονόπουλος “Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”
Αυτός ο κόσμος είναι μάταιος. Ανόητος είναι όστις περιμένει ευτυχίαν εδώ.
“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”
Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.
«ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ»
Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγε τις, ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν.
“ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ”
Υπάρχει, νομίζω, απόφθεγμά τι καθ’ ο ο όχλος έχει δύο ώτα, διά να εισέρχωνται αι νουθεσίαι διά του ενός και να εξέρχωνται διά του άλλου.
“ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΙΑ”
Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγεν την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησεν την πολιτικήν.
“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”
Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.
“ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ”
Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τας μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.
“Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ”
Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως.
“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”
Απορώ, πάτερ μου, πώς ο Θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ’ αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως.
“ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ”
-Και τα κουνούπια πώς να ηύραν τρόπον κι εσώθησαν εις την Κιβωτόν; Κι η μύγα; και τα μυιγαράκια; κι οι μουσίτσες;
-Και τα μικρόβια;
(…)
-Κι ο ψύλλος, τάχα, πού να ετρύπωσε, και κατώρθωσε να γλυτώση; είπεν η δασκάλα.
-Δεν αμφιβάλλω, ότι στην κάλτσα της Νώενας θα εχώθη, απήντησεν η μεγαλόσωμος.
Όλοι εκάγχασαν.
-Μα η ψείρα;
-Ω, η ψείρα; χωρίς άλλο θα εκόλλησε στη γενειάδα του Νώε.
“Η ΚΑΛΤΣΑ ΤΗΣ ΝΩΕΝΑΣ”
Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη». Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: «Για πού τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε. «Άφησέ με», του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. «Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει».
Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
Εντυπωσιακή είναι και η μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:
Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ
Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μια επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:
Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε. Από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ «ΜΕΡΕΣ Α΄» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ