Καβάφης: ένας διάλογος για τους … άδοξους ποιητές


Γράφει η Μαρία Ζούζουλα

Καθώς ξεφύλλιζα πρόσφατα τη συλλογή των «Αναγνωρισμένων» του Καβάφη, δε κατάφερα να μη με απασχολήσει -για ακόμα μια φορά-  ένα απ’ τα ποιήματα του, που θεωρώ πως αποτελούν την κορωνίδα των «Συμβουλών  του προς τους Ομοτέχνους» [1],  με τίτλο το «Πρώτο Σκαλί». Συνήθως ο λόγος για τον οποίο με αγγίζει τόσο αυτό το ποίημα είναι το ότι όντας, ας μου επιτραπεί ο όρος , «ομοιοπαθής» αναγνωρίζω στον εαυτό μου όλα τα συμπτώματα του νεαρού Ευμένη: άγχος απόδοσης, τελειομανία, απογοήτευση για το δημιουργικό αποτέλεσμα και ίσως απελπισία και τάσεις παραίτησης.

Οι περισσότεροι από μας  που καταπιανόμαστε με τη δημιουργική γραφή βρισκόμαστε συχνά στο ίδιο αδιέξοδο. Ειδικότερα όσοι το βιώνουν ως υπαρξιακή ανάγκη    -όπως το βίωνε κι ο ίδιος ο Καβάφης νομίζω-  σίγουρα έχουν βρεθεί να  δουλεύουν καταπονημένοι ως τα χαράματα με σύντροφό τους ένα γεμάτο τασάκι, καταλήγοντας τελικά στο κρεβάτι με αφόρητο πονοκέφαλο και τσαλακωμένα χαρτιά πεταμένα γύρω απ’ το γραφείο τους ,να τους περιμένουν για συμμάζεμα το πρωί. Κι όταν τελικά καταφέρνουν να γράψουν κάτι άξιο λόγου, να συνειδητοποιούν πως αυτό τους κόστισε 730 άγρυπνες νύχτες και πιθανότατα έναν μελλοντικό καρκίνο στους πνεύμονες  ή έστω κάποια δύσπνοια συνοδευόμενη από βραδινό ξερόβηχα.

Φυσικά ο αγώνας  όσων παράγουν πνευματικό έργο δεν τελειώνει εκεί… Ακολουθεί η μάχη με τους εκδότες, η προσπάθεια για αναγνώριση κι όλα αυτά ενώ παλεύουν καθημερινά να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό ότι αξίζουν, μια αγωνία που δεν εγκαταλείπει ποτέ το δημιουργό ,ακόμα και τον πιο αναγνωρισμένο.

Η ίδια ανασφάλεια φαίνεται να βασανίζει εδώ και τον Καβάφη. Ο διάλογος είναι μάλλον με τον εαυτό του –ίσως ανάμεσα στον παλαιότερο και πιο άγουρο δημιουργικά εαυτό με τον πλέον «μεστότερο», αφού το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στα 1899, όταν είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τα χαρακτηριστικά της πρωτοποριακής του γραφής- και αγγίζει τα όρια της προσωπικής εξομολόγησης.

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.

Ο έμπειρος όμως ποιητής  Θεόκριτος έρχεται να κατευνάσει τον απελπισμένο Ευμένη… Πίσω απ’ το προσωπείο του κρύβεται ο ωριμότερος δημιουργικά Καβάφης, που έχει πάρει προ πολλού το βάπτισμα του πυρρός  και αναγνωρίζει  πως έστω η μετάβαση στο πρώτο σκαλί της Τέχνης αποτελεί επίτευγμα.

Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Κι αν για κάποιο λόγο ο Καβάφης θεωρεί πως ο ποιητής ή ο εκάστοτε δημιουργός ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο ,είναι γιατί κάθε μέρα φλερτάρει με το πιο επίπονο κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής: τη συμφιλίωση με τις υπαρξιακές αγωνίες, την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, τον τελικό συμβιβασμό με τη φθορά. Από μόνη της όμως αύτη η προσπάθεια δεν αρκεί ώστε να πολιτογραφηθεί κανείς στο χώρο των Ιδεών, όπως  σημειώνει εμφατικά κάπου εδώ ο ποιητής… Πρέπει και το αποτέλεσμα να είναι ποιοτικά αξιόλογο, ακόμα κι αν το έργο υστέρει σε ποσότητα, καθώς δύσκολα ξεγελιέται ο χώρος του πνεύματος από καιροσκόπους και «απατεωνίσκους» .

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης

Από όλα τα παραπάνω διαφαίνεται η γενικότερη οπτική του Καβάφη για το χώρο των Ιδεών:  Τον θεωρεί ένα δρόμο δύσβατο, που απαιτεί πλήρη αφοσίωση, μόχθο και κυρίως πίστη στην ποιητική Ιδέα . Οι προχειρότητες δεν φαίνεται να έχουν καμιά θέση σε αυτόν και είναι αδύνατο να διακριθεί κανείς , χωρίς ζήλο και ουσιαστική προσπάθεια.  Γι’ αυτό ο νεαρός και ανυπόμονος Ευμένης χρειάζεται να αναγνωρίσει στον εαυτό του το ότι παρήγαγε ένα άρτιο δημιουργικά έργο, συμμετέχοντας –έστω δειλά- στην εξαίσια αυτή τέχνη.

Ο Καβάφης, πίσω απ’ τον Θεόκριτο και τον Ευμένη  μοιάζει να κρύβει έντεχνα τον εαυτό του …  Όμως το άνοιγμα που επιχειρεί να κάνει ,φαίνεται να επεκτείνεται σε όλο τον δημιουργικό κόσμο, σαν να θέλει να αγκαλιάσει σφιχτά όλους τους ομοτέχνους του που ζουν καθημερινά με  τα δίπολα ποσότητας -ποιότητας, κόπου – τελικού αποτελέσματος  και να τους χτυπήσει την φιλικά την πλάτη ώστε να τους δώσει κουράγιο να συνεχίσουν.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.» 

Και κάπου εδώ θυμήθηκα τον Καρυωτάκη και τη μπαλάντα του στους άδοξους ποιητές. Γιατί τελικά όλοι εκείνοι «.. που ανάξια στιχουργούνε…»[2]    ή τουλάχιστον όσοι αισθάνονται έτσι για το έργο τους  χρειάζεται να βρουν ένα κίνητρο να συνεχίσουν ,έχοντας ως σηματωρό το μακρόπνοο σχέδιο μια μέρα να συγκαταλεχθούν σ’ αυτούς που αξιωματικά υπηρετούν την «…Τέχνη της Ποιήσεως…»[3]  . Και αυτό το κίνητρο για τον Καβάφη δεν είναι κανένα άλλο παρά η ίδια η αυτογνωσία του καλλιτέχνη και αναγνώριση της σημασίας της συμμετοχής  και μόνο στη πνευματική παραγωγή.

[1]Όπως ονόμασε ο Παπανούτσος μέρος των φιλοσοφικών ποιημάτων του Καβάφη , που περιέχουν παραινέσεις σε ομοτέχνους του.

 [2] Τμήμα στίχου από το ποίημα του Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές.»

 [3]Τμήμα στίχου από το ποίημα του Καβάφη «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνη»

Καταχωρίσθηκε στὴν κατηγορία Άρθρα. Φυλάξτε τὸν μόνιμο σύνδεσμο στὰ ἀγαπημένα σας.

Σχολιάστε

Αὐτὸς ὁ ἱστότοπος χρησιμοποιεῖ τὸ Akismet γιὰ νὰ μειώσει τὰ ἀνεπιθύμητα μηνύματα. Μάθετε τί συμβαίνει μὲ τὰ δεδομένα τῶν σχολίων σας.